Η λέξη "bajo" είναι επίθετο και επίσης χρησιμοποιείται ως πρόθεση ή αντωνυμία σε κάποιες περιπτώσεις.
Φωνητική μεταγραφή της λέξης "bajo": /ˈβaxo/
Η λέξη "bajo" χρησιμοποιείται προκειμένου να περιγράψει κάτι που βρίσκεται σε χαμηλή θέση ή επίπεδο. Στη γλώσσα των Ισπανικών, χρησιμοποιείται συχνά σε ποικίλα πλαίσια. Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά υψηλή, και χρησιμοποιείται περισσότερο στον προφορικό λόγο.
Το βιβλίο είναι στο χαμηλό τραπέζι.
Vivo en un apartamento bajo.
Μένω σε ένα χαμηλό διαμέρισμα.
El sonido de la música es bajo.
Η λέξη "bajo" είναι συχνά μέρος διάφορων ιδιωματικών εκφράσεων στα Ισπανικά.
Να είσαι υπό πίεση.
Bajo el agua.
Κάτω από το νερό.
Estar bajo la lluvia.
Να βρίσκεσαι κάτω από τη βροχή.
En un lugar bajo.
Σε ένα χαμηλό μέρος.
Bajo la sombra.
Η λέξη "bajo" προέρχεται από τα Λατινικά "bassus", που σημαίνει "χαμηλός" ή "παχύς".
Συνώνυμα: - bajo (χαμηλός) - pequeño (μικρός)
Αντώνυμα: - alto (υψηλός) - grande (μεγάλος)