Η λέξη "bajos" είναι ουσιαστικό στον πληθυντικό αριθμό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "bajos" με χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι: /ˈβaxos/.
Η λέξη "bajos" αναφέρεται συνήθως σε κάτι που είναι σε χαμηλότερο επίπεδο ή ποιότητα, και σε πολλές περιπτώσεις χρησιμοποιείται για να περιγράψει υλικά ή άτομα με χαμηλό εισόδημα. Χρησιμοποιείται συχνά σε κοινωνικούς, οικονομικούς ή γεωγραφικούς/πολιτιστικούς συμφραζόμενους. Η χρήση της είναι περισσότερη στον γραπτό λόγο, αλλά μπορεί να βρεθεί και στον προφορικό λόγο.
"Los bajos ingresos limitan las oportunidades de las personas."
"Τα χαμηλά εισοδήματα περιορίζουν τις ευκαιρίες των ανθρώπων."
"En algunas ciudades, los bajos niveles de educación son preocupantes."
"Σε ορισμένες πόλεις, τα χαμηλά επίπεδα εκπαίδευσης είναι ανησυχητικά."
"Las casas en la zona baja son más accesibles."
"Τα σπίτια στην χαμηλή ζώνη είναι πιο προσβάσιμα."
Η λέξη "bajos" δεν έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ποικιλία φράσεων που αναφέρονται σε χαμηλά επίπεδα ή καταστάσεις.
"Tener bajos ánimos."
"Να έχεις κακή διάθεση."
"Los bajos fondos de la ciudad son peligrosos."
"Οι χαμηλοί τόποι της πόλης είναι επικίνδυνοι."
"Hablar en tonos bajos."
"Να μιλάς με χαμηλούς τόνους."
"Vivir en la parte baja de la escala social."
"Να ζεις στην κατώτερη βαθμίδα της κοινωνικής κλίμακας."
"Investigar en los bajos niveles de la administración."
"Να διερευνάς σε χαμηλά επίπεδα της διοίκησης."
Η λέξη "bajos" προέρχεται από το ισπανικό ρήμα "bajar," που σημαίνει "κατεβαίνω" ή "χαμηλώνω." Το ρηματικό της πιο βασικό νόημα σχετίζεται με την κίνηση προς τα κάτω ή την πτώση σε επίπεδο, ποιότητα ή ποσότητα.