bala (ουσιαστικό)
/ˈbala/
Η λέξη "bala" αναφέρεται γενικά σε μια σφαίρα ή βολίδα που χρησιμοποιείται σε όπλα. Επίσης, μπορεί να αναφέρεται και σε διάφορα αντικείμενα που έχουν σφαιρικό σχήμα ή λειτουργία. Στη γλώσσα των Ισπανών, η λέξη "bala" χρησιμοποιείται συχνά στους τομείς των στρατιωτικών, οικονομικών και νομικών συζητήσεων, αν και η πιο κοινή της χρήση σχετίζεται με τον στρατιωτικό τομέα. Η χρήση της είναι πιο συχνή στον προφορικό λόγο.
Η λέξη "bala" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά:
"Το έκανε με καθαρό τρόπο."
"No hay bala sin pólvora."
"Δεν υπάρχει επιτυχία χωρίς προσ努力, δεν υπάρχει σφαίρα χωρίς πυρίτιδα."
"A bala por cabeza."
Η λέξη "bala" προέρχεται από το αρχαίο ισπανικό "balla", που σημαίνει "σφαίρα". Έχει τις ρίζες της στην λατινική λέξη "balla", που επίσης σήμαινε "σφαίρα" ή "βελάκι".
Συνώνυμα: - proyectil (πυροβόλο) - virote (βελάκι)
Αντώνυμα: - dardo (βελάκι, αν και μπορεί να είναι ένα συνώνυμο σε άλλες περιπτώσεις)
Η λέξη "bala" έχει επιχειρησιακή χρήση σε πολλές διαφορετικές καταστάσεις και τείνει να είναι κομμάτι της καθημερινής γλώσσας, ιδιαίτερα σε στρατιωτικά και ασφαλιστικά πλαίσια.