Baladronada είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
/βαλαðɾοˈnaðα/
Η λέξη baladronada χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια πράξη θράσους ή προκλητικότητας, συνήθως με υπερβολική αυτοπεποίθηση ή μπραντζάρισμα. Η λέξη έχει συχνή χρήση στον γραπτό και τον προφορικό λόγο, ειδικά σε καθημερινές περιστάσεις ή σε πολιτισμικά συμφραζόμενα.
Η αναίδειά του εξέπληξε όλους στη συνάντηση.
No me gusta su forma de hablar; es una baladronada constante.
Δεν μου αρέσει ο τρόπος που μιλάει· είναι μια συνεχής προκλητικότητα.
La baladronada del jugador le costó la tarjeta roja.
Η λέξη baladronada χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, οι οποίες συχνά περιγράφουν καταστάσεις ή συμπεριφορές που σχετίζονται με το θράσος ή την αναίδεια:
Αυτός πάντα προσπαθεί να επιδείξει θράσος όταν είναι με τους φίλους του.
Tener baladronadas αναφέρεται στο να έχει κάποιος συχνά προκλητική συμπεριφορά.
Αυτή έχει προκλητικότητα σε κάθε συνομιλία.
Baladronadas de un niño μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να αναφερθεί σε ανώριμες ή θρασύτητες που δείχνει ένα παιδί.
Η λέξη baladronada προέρχεται από την ιβηρική ρίζα "baladro", που σημαίνει "κενή κουβέντα" ή "μπαμπάς", και συνδυάζεται με το επίθημα "-ada", που δείχνει μια πράξη ή αποτέλεσμα.
Συνώνυμα: - θράσος - προκλητικότητα - αναίδεια
Αντώνυμα: - σεμνότητα - ταπεινότητα - ευπρέπεια