Το "balancear" είναι ρήμα.
/ba.lan̪θeˈaɾ/ (στην Ισπανία) ή /ba.lan.ˈse.aɾ/ (στη Λατινική Αμερική)
Το "balancear" σημαίνει να προσδιορίσεις ή να εξισορροπήσεις κάτι, είτε κυριολεκτικά είτε μεταφορικά. Χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορους τομείς όπως στη φυσική, τη λογιστική, την ψυχολογία και τη ζωή γενικά. Είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται αρκετά και στον προφορικό και στο γραπτό λόγο, με συχνότητα χρήσης να είναι γενικά υψηλή.
Es importante balancear el trabajo y la vida personal.
Είναι σημαντικό να εξισορροπήσουμε την εργασία και την προσωπική ζωή.
El ingeniero está tratando de balancear la estructura del puente.
Ο μηχανικός προσπαθεί να ισορροπήσει τη δομή της γέφυρας.
Es necesario balancear las cuentas al final del mes.
Είναι απαραίτητο να κάνουμε ισοζύγιο στους λογαριασμούς στο τέλος του μήνα.
Το "balancear" είναι κεντρικό σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις της ισπανικής γλώσσας.
Balancear la balanza
(Εξισορροπώ την ζυγαριά) – αναφέρεται στην ανάγκη τα πράγματα να είναι δίκαια ή ισορροπημένα.
Es necesario balancear la balanza en las negociaciones.
Είναι απαραίτητο να εξισορροπήσουμε τη ζυγαριά στις διαπραγματεύσεις.
No sabes balancear tu vida
(Δεν ξέρεις να εξισορροπήσεις τη ζωή σου) – αναφέρεται σε κάποιον που δεν διαχειρίζεται καλά τον χρόνο του ή τις προτεραιότητές του.
No sabes balancear tu vida; siempre estás estresado.
Δεν ξέρεις να εξισορροπήσεις τη ζωή σου; είσαι πάντα αγχωμένος.
Balancear las emociones
(Εξισορροπώντας τα συναισθήματα) – έμφαση στη σημασία της ψυχικής υγείας.
Es fundamental balancear las emociones para tener una buena salud mental.
Είναι θεμελιώδες να εξισορροπούμε τα συναισθήματα για να έχουμε καλή ψυχική υγεία.
Το "balancear" προέρχεται από τη λέξη "balance", η οποία έχει λατινικές ρίζες (balancia) που σημαίνει ζυγαριά ή ισορροπία.
Συνώνυμα: - equilibrar - nivelar - compensar
Αντώνυμα: - desbalancear - desestabilizar - desequilibrar
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της λέξης "balancear" και της χρήσης της στην ισπανική γλώσσα.