Balanza είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Φωνητική μεταγραφή: [baˈlanθa] (χαρακτηριστική της σπανικής προφοράς, ενδέχεται να υπάρχουν διαφορές ανάλογα με την περιοχή).
Η λέξη "balanza" αναφέρεται κυρίως σε ένα εργαλείο ή συσκευή που χρησιμοποιείται για την μέτρηση του βάρους. Χρησιμοποιείται ευρέως σε διάφορους τομείς, όπως εμπορικές συναλλαγές και ιατρικούς εξετάσεις. Στη γλώσσα των Ισπανών, οι χρήστες προτιμούν τη λέξη "balanza" κυρίως σε γραπτές αναφορές, αλλά και στον προφορικό λόγο.
Η ζυγαριά έδειξε ότι έχασα δύο κιλά.
Es importante calibrar la balanza antes de usarla.
Είναι σημαντικό να ρυθμίσετε τη ζυγαριά πριν τη χρησιμοποιήσετε.
El médico usó una balanza para medir mi peso.
Η λέξη "balanza" χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με την έννοια της ισορροπίας και της δικαιοσύνης.
(Σημαίνει ότι κάτι εξετάζεται ή αξιολογείται).
Echar balanza.
(Χρησιμοποιείται συχνά για ανασκόπηση της ζωής ή αποφάσεων).
Tener la balanza desequilibrada.
(Χρησιμοποιείται μεταφορικά για καταστάσεις που δεν είναι δικαιότερες).
Poner en la balanza.
Η λέξη "balanza" προέρχεται από το Λατινικό "bilanx", που σημαίνει «δύο πλατφόρμες» και που σχετίζεται με τις διεργασίες ζύγισης μέσω ισορροπίας.
Συνώνυμα: - Pesas (βάρη) - Romano (ζυγός)
Αντώνυμα: - Desbalance (ανισορροπία) - Desproporción (ανισορροπία ή ανισότητα)