Η λέξη "balazo" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
/balaθo/ (ισπανικά - Ισπανία)
/baˈlazo/ (ισπανικά - Λατινική Αμερική)
Η λέξη "balazo" χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια βολή ή έναν σοβαρό πυροβολισμό, συνήθως από όπλο. Χρησιμοποιείται συχνά σε περιπτώσεις που αναφέρονται σε επιθέσεις ή εγκληματικές πράξεις. Η χρήση της είναι πιο κοινή στον προφορικό λόγο και σε αναφορές ειδήσεων ατόμων που σχετίζονται με εγκλήματα ή στρατιωτικές συγκρούσεις.
El balazo que escuchamos anoche estaba muy cerca.
(Ο πυροβολισμός που ακούσαμε χθες το βράδυ ήταν πολύ κοντά.)
El policía recibió un balazo en la pierna durante la persecución.
(Ο αστυνομικός έλαβε μια βολή στο πόδι κατά τη διάρκεια της καταδίωξης.)
No fue un accidente, era un balazo dirigido.
(Δεν ήταν ατύχημα, ήταν μια στοχευμένη βολή.)
Η λέξη "balazo" χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις:
Dar un balazo en el aire
(Να πυροβολήσεις στον αέρα.)
Χρησιμοποιείται για να δηλώσει μια πράξη που δεν έχει πραγματική σημασία ή δεν θα έχει κανένα αποτέλεσμα.
Un balazo a la cabeza
(Μια βολή στο κεφάλι.)
Μπορεί να χρησιμοποιηθεί μεταφορικά για να δηλώσει μια σοβαρή ή μοιραία απόφαση ή ενέργεια.
Estar a un balazo de distancia
(Να είσαι σε απόσταση μιας βολής.)
Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάποιος ή κάτι είναι πολύ κοντά, είτε κυριολεκτικά είτε μεταφορικά.
Η λέξη "balazo" προέρχεται από το ισπανικό "bala" (σφαίρα), με την προσθήκη του -azo, μια κατάληξη που υποδηλώνει έντονη ήχηση ή αυξημένη σημασία.
Συνώνυμα: - disparo (πυροβολισμός) - bala (σφαίρα)
Αντώνυμα: - paz (ειρήνη) - tranquilidad (ηρεμία)