Η λέξη "balbucir" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA): /balˈbuθir/
Η λέξη "balbucir" μπορεί να μεταφραστεί στα Ελληνικά ως "βαλβουκίζω", "μιλάω αόριστα" ή "ψελλίζω".
Η λέξη "balbucir" αναφέρεται στη διαδικασία του να μιλάει κανείς με ανακοπή ή με δυσκολία, συνήθως λόγω νευρικότητας ή ανασφάλειας. Γενικά χρησιμοποιείται για να περιγράψει την αόριστη ή ανεπαρκή ομιλία, όπως αυτή που μπορεί να προκύψει όταν κάποιος είναι ενθουσιασμένος ή φοβισμένος.
Η λέξη χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό λόγο, όπου οι άνθρωποι περιγράφουν καταστάσεις ομιλίας.
El niño comenzó a balbucir cuando se puso nervioso.
Ο γιος άρχισε να βαλβουκίζει όταν ένιωσε νευρικός.
A veces, balbucir puede ser un signo de inseguridad.
Μερικές φορές, το να ψελλίζουμε μπορεί να είναι σημάδι ανασφάλειας.
Ella balbucía las palabras mientras intentaba explicar su idea.
Αυτή ψελλίζει τις λέξεις ενώ προσπαθεί να εξηγήσει την ιδέα της.
Η λέξη "balbucir" μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
No quiero balbucir en mi presentación.
Δεν θέλω να ψελλίσω στην παρουσίασή μου.
Cuando estoy nervioso, me cuesta no balbucir.
Όταν είμαι νευρικός, δυσκολεύομαι να μην ψελλίσω.
Con la presión del examen, empecé a balbucir algunas respuestas.
Με την πίεση της εξέτασης, άρχισα να ψελλίζω κάποιες απαντήσεις.
Es normal balbucir al hablar en público.
Είναι φυσιολογικό να ψελλίζεις όταν μιλάς δημόσια.
Η λέξη "balbucir" προέρχεται από το λατινικό "balbucire", που σχετίζεται με την έννοια της δυσκολίας στην ομιλία.
Συνώνυμα:
- tartamudear (ψελλίζω, κομπιάζουν)
- titubear (ταλαντεύομαι στη ομιλία)
Αντώνυμα:
- hablar con fluidez (μιλώ ρέοντα)
- expresar con claridad (εκφράζω με σαφήνεια)