Η λέξη "balizaje" είναι ουσιαστικό (sustantivo).
Φωνητική μεταγραφή: [baliˈθaxe] (Χρησιμοποιώντας το ισπανικό αλφάβητο)
Η λέξη "balizaje" αναφέρεται στη διαδικασία ή στην πράξη της θέσης ή τοποθέτησης φώτων, σηματοδοτών ή άλλων σημάτων που χρησιμοποιούνται για την καθοδήγηση πλοίων ή οχημάτων σε χώρους με περιορισμένη ορατότητα ή επικίνδυνες περιοχές. Χρησιμοποιείται συχνά στους τομείς της ναυτιλίας, των μεταφορών και της οδικής ασφάλειας. Η χρήση της είναι συχνή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, ειδικά σε επιστημονικά ή τεχνικά κείμενα.
Η σηματοδότηση της θαλάσσιας οδού είναι κρίσιμη για την ασφάλεια των πλοίων.
Durante la noche, el balizaje en las carreteras ayuda a los conductores a mantenerse en el camino.
Κατά τη διάρκεια της νύχτας, η οριοθέτηση στους δρόμους βοηθά τους οδηγούς να παραμείνουν στον δρόμο.
El nuevo balizaje en el puerto ha mejorado la navegación de los buques.
Η λέξη "balizaje" δεν είναι συχνά μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, ωστόσο σχετίζεται με κάποιες τεχνικές εκφράσεις στον τομέα της ναυτικής και οδικής ασφάλειας.
Το "να κάνεις σηματοδότηση" σημαίνει να εξασφαλίσεις ότι η διαδρομή είναι σαφώς σηματοδοτημένη.
"El balizaje nocturno" se refiere a la señalización que es visible durante la noche.
Το "νυχτερινή σηματοδότηση" αναφέρεται στη σήμανση που είναι ορατή τη νύχτα.
"Intervención de balizaje" es un término usado en emergencias para indicar la señalización necesaria.
Η λέξη "balizaje" προέρχεται από το γαλλικό "balise", που σημαίνει "σημασία" ή "σήμα", και κατ’ επέκταση σχετίζεται με την τοποθέτηση φωτεινών σημάτων στην ναυτιλία και την οδήγηση.
Συνώνυμα: - señalización - marcaje - indicación
Αντώνυμα: - desorientación (αποδιοργάνωση) - confusión (σύγχυση)
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα για τη λέξη "balizaje" και την χρήση της στη γλώσσα των Ισπανικών.