Η λέξη "ballena" είναι ουσιαστικό.
[baˈʎena]
Η λέξη "ballena" αναφέρεται σε μια μεγάλη θαλάσσια θηλαστική, που ανήκει στην οικογένεια των κητοειδών. Οι φάλαινες είναι γνωστές για το μέγεθός τους και για την παρουσία τους στους ωκεανούς. Στην ισπανική γλώσσα, η λέξη χρησιμοποιείται συχνά και στον προφορικό και στον γραπτό λόγο, με συχνότητα χρήσης να είναι σχετικά υψηλή, ιδίως σε περιβάλλοντα που σχετίζονται με τη θαλάσσια ζωή, τη βιολογία και την οικολογία.
La ballena es el mamífero más grande del mundo.
(Η φάλαινα είναι το μεγαλύτερο θηλαστικό στον κόσμο.)
En el océano, la ballena nada libremente.
(Στον ωκεανό, η φάλαινα κολυμπάει ελεύθερα.)
Los científicos estudian el comportamiento de la ballena.
(Οι επιστήμονες μελετούν τη συμπεριφορά της φάλαινας.)
Η λέξη "ballena" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα, αλλά υπάρχουν κάποιες περιπτώσεις που σχετίζονται με την εικόνα ή τη σημασία της φάλαινας:
"Tener una memoria de ballena"
(Να έχεις μνήμη φάλαινας) σημαίνει να έχεις εξαιρετική μνήμη.
Χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε κάποιον που θυμάται λεπτομέρειες ή γεγονότα πολύ καθαρά.
"Más grande que una ballena"
(Πιο μεγάλος από μια φάλαινα) χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι ιδιαίτερα μεγάλο σε μέγεθος.
Συχνά αναφέρεται σε αντικείμενα ή καταστάσεις που θεωρούνται υπερβολικά μεγάλα.
"Ser una ballena en el mundo del negocio"
(Να είσαι φάλαινα στον κόσμο των επιχειρήσεων) σημαίνει να είσαι πολύ επιδραστικός ή σπουδαίος στον τομέα σου.
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει επιτυχημένα άτομα ή εταιρείες που έχουν μεγάλη επιρροή.
Η λέξη "ballena" προέρχεται από τα Λατινικά "ballena", που σημαίνει "μεγάλο θηλαστικό". Η ρίζα ενδέχεται να σχετίζεται με την έννοια του "υδάτινου πλάσματος".