Η λέξη "ballesta" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "ballesta" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι /baˈʎes.ta/.
Η λέξη "ballesta" μεταφράζεται στα ελληνικά ως "παγίδα" ή "σύνθετη φλογέρα". Μπορεί επίσης να αναφέρεται σε μια αρχαία τοξότη (crossbow).
Η "ballesta" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κυρίως ένα είδος όπλου που εκτοξεύει βελάκια και λειτουργεί με μηχανισμό ελατηρίου. Είναι πιο συνηθισμένη σε ιστορικά και στρατιωτικά κείμενα. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή σε κείμενα που σχετίζονται με την ιστορία και στρατηγικές μάχης, λιγότερο στον καθημερινό προφορικό λόγο.
La ballesta fue una arma muy utilizada en la Edad Media.
(Η παγίδα ήταν ένα πολύ χρησιμοποιούμενο όπλο στη Μεσαία Εποχή.)
El cazador usó una ballesta para atrapar al ciervo.
(Ο κυνηγός χρησιμοποίησε μια παγίδα για να πιάσει το ελάφι.)
Η λέξη "ballesta" δεν εμφανίζεται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα, αλλά μπορεί να συνδεθεί με στρατηγικές ή ιστορικές αναφορές. Ωστόσο, εδώ είναι κάποιες προτάσεις που χρησιμοποιούν τη λέξη:
"No apunte con la ballesta a menos que esté listo para disparar."
(Μη στοχεύετε με την παγίδα αν δεν είστε έτοιμοι να πυροβολήσετε.)
"La ballesta se considera un símbolo de la estrategia en combate."
(Η παγίδα θεωρείται σύμβολο της στρατηγικής στη μάχη.)
"Con una ballesta, el cazador tiene una ventaja en la caza."
(Με μια παγίδα, ο κυνηγός έχει πλεονέκτημα στο κυνήγι.)
Η λέξη "ballesta" προέρχεται από το λατινικό "ballista", που αναφερόταν σε ένα αρχαίο μηχάνημα πολέμου που εκτόξευε βράχους ή δόρατα.
Συνώνυμα: - Arma de proyectil (όπλο εκτόξευσης) - Ballista (αρχαίο πολεμικό μηχάνημα)
Αντώνυμα: - Sincera (ειλικρινής) — σε σχέση με την έννοια της ειλικρίνειας, μπορεί να είναι αντιθετικό στην ενέργεια που συνδέεται με το να "στοχεύεις" ή να "χτυπάς" όπως η ballesta.