Το "ballet" είναι ουσιαστικό.
/balɛt/
Το "ballet" αναφέρεται σε μια μορφή χορού που εκτελείται με μουσική, συνδυάζοντας τεχνική, έκφραση και καλλιτεχνικό ύφος. Στα ισπανικά, χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει παραστάσεις μπαλέτου ή επίσης την τέχνη του μπαλέτου στο σύνολό της. Η λέξη έχει υψηλή συχνότητα χρήσης και χρησιμοποιείται περισσότερο στον προφορικό λόγο καθώς και σε γλωσσικά και πολιτιστικά πλαίσια, όπως σε συζητήσεις για το θέατρο και τη μουσική.
El ballet es una forma de arte que combina danza y música.
(Το μπαλέτο είναι μια μορφή τέχνης που συνδυάζει τον χορό και τη μουσική.)
La compañía de ballet presentó un hermoso espectáculo anoche.
(Η εταιρεία μπαλέτου παρουσίασε ένα όμορφο θέαμα χτες βράδυ.)
Ella estudia ballet desde que era niña.
(Αυτή σπουδάζει μπαλέτο από τότε που ήταν παιδί.)
Το "ballet" χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις και κλασικές φράσεις που σχετίζονται με την τέχνη του χορού.
Ir al ballet: Significa asistir a una función de ballet.
(Πηγαίνω στο μπαλέτο: Σημαίνει να παρακολουθείς μια παράσταση μπαλέτου.)
Bailar como un ballet: Significa bailar con gracia y precisión.
(Χορεύω όπως στο μπαλέτο: Σημαίνει να χορεύω με χάρη και ακρίβεια.)
Vestir de ballet: Se refiere a usar ropa típica de bailarines de ballet.
(Φοράω ρούχα μπαλέτου: Αναφέρεται στη χρήση τυπικών ρούχων των χορευτών μπαλέτου.)
Pasos de ballet: Son los movimientos característicos que se enseñan en el ballet.
(Βήματα του μπαλέτου: Είναι οι χαρακτηριστικοί κινήσεις που διδάσκονται στο μπαλέτο.)
Η λέξη "ballet" προέρχεται από τη γαλλική λέξη "ballet", που είναι diminutive του "bal", το οποίο σημαίνει "χορός". Η γαλλική λέξη έχει τις ρίζες της στη ιταλική λέξη "ballo", που επίσης σημαίνει χορός.
Συνώνυμα: - Danza clásica (κλασικός χορός) - Ballet clásico (κλασικό μπαλέτο)
Αντώνυμα: - Danza moderna (σύγχρονος χορός) - Improvisación (αυτοσχεδιασμός)
Αυτή η ανάλυση προσφέρει μια ολοκληρωμένη εικόνα του "ballet" στα ισπανικά, καθώς και τη σημασία και τα διαφορετικά πλαίσια χρήσης αυτής της λέξης.