Η λέξη "balneario" είναι ουσιαστικό.
/balneˈaɾjo/
Η λέξη "balneario" αναφέρεται σε χώρους ή εγκαταστάσεις που προσφέρουν ιαματικά λουτρά, συνήθως κοντά σε φυσικές πηγές θερμού ή ιαματικού νερού. Ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει τουριστικούς προορισμούς που επικεντρώνονται στην ευημερία και την ανάπαυλα μέσω σπα και θεραπειών. Η χρήση της λέξης είναι συχνή και στους δύο τομείς, αλλά περισσότερο στους γραπτούς περιβάλλοντες, όπως σε ταξιδιωτικούς οδηγούς ή διαφημίσεις.
Το καλοκαίρι, πολλές άνθρωποι επισκέπτονται το λουτρό για να χαλαρώσουν.
El balneario ofrece servicios de spa y tratamientos de belleza.
Η λέξη "balneario" δεν εμφανίζεται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα. Ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάποιες συγκεκριμένες φράσεις που σχετίζονται με την ευημερία και τη χαλάρωση.
Χρειάζομαι ένα Σαββατοκύριακο στο λουτρό για να χαλαρώσω.
Los balnearios son ideales para la desintoxicación y el descanso.
Τα λουτρά είναι ιδανικά για αποτοξίνωση και ξεκούραση.
Pasé unos días en el balneario y volví renovado.
Η λέξη "balneario" προέρχεται από τη λατινική λέξη "balnearium," που σημαίνει "χώρος λουτρών," σχετική με το "balneum" που σημαίνει "λουτρό."
Συνώνυμα: - Termal - Spa
Αντώνυμα: - Tierra (ξηρά) - Cementerio (νεκροταφείο) (αντικατοπτρίζει την αντίθετη έννοια της αναζωογόνησης).
Αυτές οι πληροφορίες δίνουν μια εκτενή εικόνα της λέξης "balneario" καθώς και της χρήσης της στην ισπανική γλώσσα.