balonmano: ουσιαστικό
/balonˈmano/
Η λέξη balonmano αναφέρεται σε ένα ομαδικό άθλημα που παίζεται με δύο ομάδες, κάθε μία από τις οποίες προσπαθεί να σκοράρει γκολ ρίχνοντας μια μπάλα στην αντίπαλη εστία. Χρησιμοποιείται συχνά σε συζητήσεις για αθλητικά θέματα και είναι πιο διαδεδομένη σε γραπτό και προφορικό πλαίσιο σε χώρες όπου το χάντμπολ είναι δημοφιλές.
Συχνότητα χρήσης: Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά και στους δύο τομείς, αλλά οι αθλητικές ειδήσεις και συζητήσεις αυξάνουν τη χρήση της.
Η χειροσφαίριση είναι ένα πολύ συναρπαστικό άθλημα.
Los jugadores de balonmano deben tener buena coordinación.
Οι παίκτες χειροσφαίρισης πρέπει να έχουν καλή συντονιστική ικανότητα.
El campeonato de balonmano comienza la próxima semana.
Η λέξη balonmano μπορεί να δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν κάποιες προτάσεις που μπορεί να εξεταστούν:
Είμαι φαν της χάντμπολ.
El balonmano puede ser muy competitivo.
Η χάντμπολ μπορεί να είναι πολύ ανταγωνιστική.
Me encanta ver partidos de balonmano en la televisión.
Μου αρέσει να παρακολουθώ αγώνες χάντμπολ στην τηλεόραση.
Empecé a jugar balonmano en la escuela secundaria.
Άρχισα να παίζω χάντμπολ στο γυμνάσιο.
El equipo de balonmano de mi ciudad ganó el campeonato.
Η λέξη balonmano προέρχεται από το συνδυασμό των ισπανικών λέξεων «μπάλα» (balón) και «χέρι» (mano), υποδηλώνοντας ότι το σπορ παίζεται με μπάλα και ότι οι παίκτες χρησιμοποιούν τα χέρια τους για να την χειριστούν.
Συνώνυμα: - Handball (αγγλικά): χρησιμοποιείται επίσης σε διεθνές επίπεδο.
Αντώνυμα: - Πράγματι δεν υπάρχουν ακριβή αντώνυμα της λέξης balonmano καθώς αναφέρεται σε ένα συγκεκριμένο άθλημα. Ωστόσο, μπορεί να θεωρηθεί ότι ορισμένα αθλήματα, όπως το ποδόσφαιρο ή το μπάσκετ, θα μπορούσαν να είναι "αντίπαλα" με την έννοια ότι είναι διαφορετικά ομαδικά αθλήματα.