bienhechor - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

bienhechor (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Bienhechor είναι ένας ουσιαστικός (sustantivo).

Φωνητική μεταγραφή

/bi.en.eˈxor/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικά

Σημασία και Χρήση

Η λέξη bienhechor αναφέρεται σε κάποιον που προσφέρει βοήθεια ή στήριξη στους άλλους, συνήθως με θετικά και ανιδιοτελή κίνητρα. Στην ισπανική γλώσσα χρησιμοποιείται κυρίως σε θετικά συμφραζόμενα και αναφέρεται σε άτομα ή οργανισμούς που παρέχουν υποστήριξη σε εκείνους που έχουν ανάγκη. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια, και απαντάται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και περισσότερο στο γραπτό.

Παράδειγμα Προτάσεων

  1. El bienhechor ayudó a muchas familias necesitadas.
    Ο ευεργέτης βοήθησε πολλές οικογένειες που είχαν ανάγκη.

  2. Gracias a la generosidad de un bienhechor, la escuela recibió fondos para mejorar.
    Χάρη στη γενναιοδωρία ενός ευεργέτη, το σχολείο έλαβε χρηματοδότηση για βελτίωση.

  3. El bienhechor donó una gran suma de dinero a la organización benéfica.
    Ο ευεργέτης δώρισε ένα μεγάλο ποσό χρημάτων σε φιλανθρωπική οργάνωση.

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Η λέξη bienhechor ενδέχεται να χρησιμοποιείται σε συγκεκριμένες ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με την προσφορά και τη βοήθεια:

  1. Ser un bienhechor en tiempos difíciles.
    Να είσαι ευεργέτης σε δύσκολες εποχές.

  2. Necesitamos más bienhechores en nuestra comunidad.
    Χρειαζόμαστε περισσότερους ευεργέτες στην κοινότητά μας.

  3. El bienhechor tiene un corazón solidario.
    Ο ευεργέτης έχει μια αλληλέγγυα καρδιά.

  4. Convertirse en bienhechor es un acto de amor.
    Να γίνεσαι ευεργέτης είναι μια πράξη αγάπης.

  5. La figura del bienhechor es admirada en esta sociedad.
    Η φιγούρα του ευεργέτη εκτιμάται σε αυτή την κοινωνία.

  6. Los bienhechores muchas veces pasan desapercibidos.
    Οι ευεργέτες πολλές φορές περνούν απαρατήρητοι.

Ετυμολογία

Η λέξη bienhechor προέρχεται από τη σύνθεση των ισπανικών λέξεων bien (καλό) και hechor (εκτελών, αυτός που κάνει). Έτσι, αναφέρεται σε κάποιον που κάνει καλό ή πράξεις ευεργεσίας.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Filántropo (φιλάνθρωπος) - Benefactor (δωρητής)

Αντώνυμα: - Malhechor (κακοποιός) - Antagonista (αντίπαλος, εχθρός)



23-07-2024