Bienhechor είναι ένας ουσιαστικός (sustantivo).
/bi.en.eˈxor/
Η λέξη bienhechor αναφέρεται σε κάποιον που προσφέρει βοήθεια ή στήριξη στους άλλους, συνήθως με θετικά και ανιδιοτελή κίνητρα. Στην ισπανική γλώσσα χρησιμοποιείται κυρίως σε θετικά συμφραζόμενα και αναφέρεται σε άτομα ή οργανισμούς που παρέχουν υποστήριξη σε εκείνους που έχουν ανάγκη. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια, και απαντάται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και περισσότερο στο γραπτό.
El bienhechor ayudó a muchas familias necesitadas.
Ο ευεργέτης βοήθησε πολλές οικογένειες που είχαν ανάγκη.
Gracias a la generosidad de un bienhechor, la escuela recibió fondos para mejorar.
Χάρη στη γενναιοδωρία ενός ευεργέτη, το σχολείο έλαβε χρηματοδότηση για βελτίωση.
El bienhechor donó una gran suma de dinero a la organización benéfica.
Ο ευεργέτης δώρισε ένα μεγάλο ποσό χρημάτων σε φιλανθρωπική οργάνωση.
Η λέξη bienhechor ενδέχεται να χρησιμοποιείται σε συγκεκριμένες ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με την προσφορά και τη βοήθεια:
Ser un bienhechor en tiempos difíciles.
Να είσαι ευεργέτης σε δύσκολες εποχές.
Necesitamos más bienhechores en nuestra comunidad.
Χρειαζόμαστε περισσότερους ευεργέτες στην κοινότητά μας.
El bienhechor tiene un corazón solidario.
Ο ευεργέτης έχει μια αλληλέγγυα καρδιά.
Convertirse en bienhechor es un acto de amor.
Να γίνεσαι ευεργέτης είναι μια πράξη αγάπης.
La figura del bienhechor es admirada en esta sociedad.
Η φιγούρα του ευεργέτη εκτιμάται σε αυτή την κοινωνία.
Los bienhechores muchas veces pasan desapercibidos.
Οι ευεργέτες πολλές φορές περνούν απαρατήρητοι.
Η λέξη bienhechor προέρχεται από τη σύνθεση των ισπανικών λέξεων bien (καλό) και hechor (εκτελών, αυτός που κάνει). Έτσι, αναφέρεται σε κάποιον που κάνει καλό ή πράξεις ευεργεσίας.
Συνώνυμα: - Filántropo (φιλάνθρωπος) - Benefactor (δωρητής)
Αντώνυμα: - Malhechor (κακοποιός) - Antagonista (αντίπαλος, εχθρός)