Το "bigote" είναι ουσιαστικό.
/biˈɡote/
Η λέξη "bigote" αναφέρεται στα μαλλιά που φύονται πάνω από το άνω χείλος, δηλαδή στο μουστάκι. Κατά κανόνα, χρησιμοποιείται στη γλώσσα των Ισπανικών σε διάφορα συμφραζόμενα, κυρίως όταν μιλάμε για εμφανισιακά χαρακτηριστικά ανδρών. Είναι πολύ συνηθισμένο να ακούγεται στον προφορικό λόγο σε καθημερινές συζητήσεις, αλλά και στο γραπτό πλαίσιο, όπως άρθρα σχετικά με τη μόδα, τη διαφορετικότητα των στυλ, ή ακόμα και ιστορικά κείμενα.
El hombre tiene un bigote muy clásico.
(Ο άντρας έχει ένα πολύ κλασικό μουστάκι.)
Mi abuelo solía llevar un bigote grande.
(Ο παππούς μου συνήθιζε να έχει ένα μεγάλο μουστάκι.)
Ella no le gusta el bigote de su novio.
(Αυτή δεν της αρέσει το μουστάκι του φίλου της.)
Η λέξη "bigote" είναι αρκετά κοινή σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις. Παρακάτω παρατίθενται μερικές φράσεις που περιλαμβάνουν τη λέξη:
Tener un bigote de handlebar
(Να έχεις μουστάκι του ποδηλάτη)
Σημαίνει να έχεις μουστάκι σε στυλ "handlebar", ένα ιδιαίτερο σχέδιο μουστακιού.
Como un bigote de gato
(Σαν μουστάκι γάτας)
Περιγράφει κάτι λεπτό ή αδύνατο, όπως το μουστάκι μιας γάτας.
Ponerle el bigote a una foto
(Να βάλεις μουστάκι σε μία φωτογραφία)
Αναφέρεται στην πρακτική να προσθέτεις αστεία στοιχεία σε φωτογραφίες, συνήθως για ψυχαγωγία.
Bailar con bigote
(Να χορεύεις με μουστάκι)
Χρησιμοποιείται μεταφορικά για να περιγράψει κάποιον που είναι πολύ περήφανος ή που θέλει να εντυπωσιάσει.
Η λέξη "bigote" προέρχεται από τη λατινική λέξη "vīllus," που σημαίνει "μαλλί" ή "τριχώμα." Με την πάροδο του χρόνου, έχει εξελιχθεί στην σημερινή της μορφή στη γλώσσα των Ισπανικών.
Συνώνυμα: - Moustache (μουστάκι) - Barba (γένι, αν και δεν είναι ακριβώς το ίδιο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί στη συζήτηση για τα γένια).
Αντώνυμα: - Desnudo (γυμνός, στην περίπτωση ότι κάποιος δεν έχει καθόλου τριχοφυΐα στην περιοχή του άνω χείλους).