Η λέξη "bikini" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "bikini" με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: /biˈkini/.
Η λέξη "bikini" μεταφράζεται στα Ελληνικά ως "μπικίνι".
Στα Ισπανικά, η λέξη "bikini" αναφέρεται σε ένα τύπο μαγιό που αποτελείται από δύο κομμάτια, συνήθως ανοιχτό και επιθέτει κυρίως στο πάνω και το κάτω μέρος του σώματος. Χρησιμοποιείται επίσης για να περιγράψει μια συγκεκριμένη στυλιστική επιλογή για κολύμπι και παρα beachwear. Η χρήση του είναι πιο συχνή στον προφορικό λόγο και στα κοινωνικά δίκτυα, καθώς τα μπικίνι είναι δημοφιλή σε παραλίες και πισίνες.
Η κοπέλα φορούσε ένα κόκκινο μπικίνι στην παραλία.
Me compré un bikini nuevo para mis vacaciones.
Αγόρασα ένα καινούργιο μπικίνι για τις διακοπές μου.
El bikini se ha vuelto muy popular en los últimos años.
Η λέξη "bikini" χρησιμοποιείται σπανιότερα σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να εμφανίζεται σε διάφορες φράσεις που σχετίζονται με την καλοκαιρινή ζωή και την παραλία:
Το να φοράς μπικίνι είναι σύμβολο απόλαυσης του καλοκαιριού.
Aunque hace frío, ella se puso su bikini para recordar el verano.
Παρόλο που έχει κρύο, αυτή φόρεσε το μπικίνι της για να θυμηθεί το καλοκαίρι.
Siempre llevo un bikini en mis viajes a la playa.
Πάντα παίρνω ένα μπικίνι στις διακοπές μου στην παραλία.
Un bikini colorido puede alegrar cualquier día de playa.
Ένα πολύχρωμο μπικίνι μπορεί να φωτίσει οποιαδήποτε μέρα στην παραλία.
Elegir un bikini adecuado es crucial para sentirse cómodo.
Η λέξη "bikini" προέρχεται από τη λέξη "Bikini Atoll," ένα σημείο του Ειρηνικού Ωκεανού όπου πραγματοποιήθηκαν πυρηνικές δοκιμές. Ο σχεδιαστής μόδας Louis Réard παρουσίασε το μπικίνι το 1946, θέλοντας να υπογραμμίσει την "έκρηξη" της δημοτικότητάς του, παρόμοια με τη σφοδρότητα των δοκιμών ατομικών όπλων.
Συνώνυμα: - Maje (μαγιό).
Αντώνυμα: - Bañador (ολόσωμο μαγιό).