Επίθετο.
/biliˈaɾ/
Η λέξη "biliar" αναφέρεται σε οτιδήποτε σχετίζεται με τη χολή ή το σύστημα της χολής στο ανθρώπινο σώμα, που περιλαμβάνει τις χοληδόχους και τους χολικούς αγωγούς. Χρησιμοποιείται κυρίως στους τομείς της ιατρικής και της φυσιολογίας για να περιγράψει φαινόμενα ή παθήσεις που σχετίζονται με τη χολή. "Biliar" είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται συχνά και στα δύο πλαίσια, ωστόσο είναι πιο κοινή στον γραπτό λόγο που αφορά ιατρικά κείμενα.
El sistema biliar es crucial para la digestión de grasas.
(Το χοληφόρο σύστημα είναι κρίσιμο για την πέψη των λιπαρών.)
Las piedras biliares pueden causar dolor agudo en el abdomen.
(Οι χολόλιθοι μπορεί να προκαλέσουν οξύ πόνο στην κοιλιά.)
La inflamación de la vesícula biliar es conocida como colecistitis.
(Η φλεγμονή της χοληδόχου είναι γνωστή ως χολοκυστίτιδα.)
Η λέξη "biliar" γενικά δεν χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, καθώς είναι περισσότερο ιατρικός όρος. Ωστόσο, υπάρχουν κάποιες σχετικές εκφράσεις:
La dieta biliar es importante para evitar problemas de la vesícula.
(Η χοληφόρος διατροφή είναι σημαντική για την αποφυγή προβλημάτων με τη χοληδόχο.)
Los problemas biliares son más comunes después de comidas grasas.
(Τα χοληφόρα προβλήματα είναι πιο κοινά μετά από λιπαρά γεύματα.)
Una alta producción biliar puede ser indicativa de una dieta rica en grasas.
(Μια υψηλή παραγωγή χολής μπορεί να είναι ενδεικτική μιας διατροφής πλούσιας σε λιπαρά.)
Η λέξη "biliar" προέρχεται από το Λατινικό "bilis", που σημαίνει "χολή". Η ρίζα αυτή σχετίζεται με τη λειτουργία του ήπατος και τη διαδικασία της πέψης.
Συνώνυμα: χοληφόρος, χοληστικός
Αντώνυμα: μη σχετικός με τη χολή, αμέτοχος
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια πλήρη εικόνα της λέξης "biliar" και της χρήσης της στα Ισπανικά.