billar: ουσιαστικό (masculine)
/biˈʝar/
Η λέξη billar αναφέρεται στο παιχνίδι του μπιλιάρδου, το οποίο παίζεται σε έναν ειδικό πίνακα (το μπιλιάρδο) με σφαίρες και ένα ραβδί, γνωστό ως κούτελο ή ραβδί μπιλιάρδου. Χρησιμοποιείται συχνά στον προφορικό και γραπτό λόγο, ιδίως σε κοινωνικές ή αθλητικές περιστάσεις.
Συχνότητα Χρήσης: Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά στη γλώσσα, ιδιαίτερα σε χώρους αναψυχής και αθλητισμού. Είναι δημοφιλής στο γραπτό και προφορικό λόγο, κυρίως σε συζητήσεις σχετικά με παιχνίδια και ψυχαγωγία.
Voy a jugar al billar con mis amigos esta noche.
(Θα παίξω μπιλιάρδο με τους φίλους μου απόψε.)
El billar es un juego que requiere mucha precisión.
(Το μπιλιάρδο είναι ένα παιχνίδι που απαιτεί πολλή ακρίβεια.)
En el bar hay una mesa de billar que podemos usar.
(Στο μπαρ υπάρχει ένα τραπέζι μπιλιάρδου που μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε.)
Η λέξη billar χρησιμοποιείται επίσης σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις και εκφράσεις που σχετίζονται με το παιχνίδι ή τη στρατηγική.
Tirar al billar: Αυτό σημαίνει να προσπαθείς να επιτύχεις κάτι με προσεκτικό υπολογισμό ή στρατηγική.
Μετάφραση: Προσπαθώ να σκεφτώ στρατηγικά πριν κάνω την κίνηση.
Jugar al billar como un profesional: Αναφέρεται στο να παίζεις πολύ καλά, με δεξιοτεχνία.
Μετάφραση: Παίζεις μπιλιάρδο σαν επαγγελματίας.
Me arriesgaré al billar esta vez: Σημαίνει να ρισκάρεις ή να είσαι επιθετικός στον τρόπο που παίζεις.
Μετάφραση: Αυτή τη φορά θα ρισκάρω στο μπιλιάρδο.
Η λέξη billar προέρχεται από το γαλλικό "billiard". Ο όρος αυτός έχει ρίζες λατινικές, με τη λέξη "billiardum", η οποία αναφέρεται σε έναν πίνακα ή μια επιφάνεια παίγνιων.
Συνώνυμα: - Juego de mesa (παιχνίδι τραπεζιού).
Αντώνυμα: - No hay un antónimo directo, dado que es un término específico para un juego.