Η λέξη "billetera" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
/bi.ʎeˈte.ɾa/
Η λέξη "billetera" αναφέρεται σε ένα αντικείμενο χρησιμοποιούμενο για την αποθήκευση χρημάτων, πιστωτικών καρτών και άλλων εγγράφων, όπως ταυτότητες και κάρτες ασφάλισης. Χρησιμοποιείται καθημερινά στη γλώσσα των Ισπανόφωνων και έχει υψηλή συχνότητα χρήσης, κυρίως στον προφορικό λόγο, καθώς αναφέρεται σε ένα κοινό αντικείμενο που όλοι διαθέτουν.
Δεν βρήκα το πορτοφόλι μου στην τσάντα.
Siempre llevo mi billetera conmigo.
Η λέξη "billetera" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις που αφορούν τα χρήματα και τα οικονομικά:
Πάντα θα είσαι αποδεκτός στην παρέα των φίλων μας.
"Billetera urbana" (αστικό πορτοφόλι): Αναφέρεται στους ανθρώπους που ξοδεύουν χρήματα σε τις πόλεις.
Το αστικό πορτοφόλι πάντα ψάχνει τις καλύτερες προσφορές.
"Billetera rota" (σπασμένο πορτοφόλι): Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που είναι οικονομικά αδύναμος.
Η λέξη "billetera" προέρχεται από τη γαλλική λέξη "billiard", που σημαίνει "πορτοφόλι", και έχει προσαρμοστεί στη χρήση των ισπανικών.