billetera - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

billetera (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "billetera" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.

Φωνητική μεταγραφή

/bi.ʎeˈte.ɾa/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση

Η λέξη "billetera" αναφέρεται σε ένα αντικείμενο χρησιμοποιούμενο για την αποθήκευση χρημάτων, πιστωτικών καρτών και άλλων εγγράφων, όπως ταυτότητες και κάρτες ασφάλισης. Χρησιμοποιείται καθημερινά στη γλώσσα των Ισπανόφωνων και έχει υψηλή συχνότητα χρήσης, κυρίως στον προφορικό λόγο, καθώς αναφέρεται σε ένα κοινό αντικείμενο που όλοι διαθέτουν.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. No encontré mi billetera en el bolso.
  2. Δεν βρήκα το πορτοφόλι μου στην τσάντα.

  3. Siempre llevo mi billetera conmigo.

  4. Πάντα κουβαλάω το πορτοφόλι μου μαζί μου.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "billetera" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις που αφορούν τα χρήματα και τα οικονομικά:

  1. "Estar en la billetera" (Δηλαδή, να είσαι στην τσέπη): Χρησιμοποιείται όταν κάποιος είναι ευπρόσδεκτος ή αποδεκτός σε έναν κοινωνικό κύκλο.
  2. Siempre estarás en la billetera de nuestros amigos.
  3. Πάντα θα είσαι αποδεκτός στην παρέα των φίλων μας.

  4. "Billetera urbana" (αστικό πορτοφόλι): Αναφέρεται στους ανθρώπους που ξοδεύουν χρήματα σε τις πόλεις.

  5. La billetera urbana siempre busca las mejores ofertas.
  6. Το αστικό πορτοφόλι πάντα ψάχνει τις καλύτερες προσφορές.

  7. "Billetera rota" (σπασμένο πορτοφόλι): Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που είναι οικονομικά αδύναμος.

  8. Después de perder el trabajo, su billetera se volvió rota.
  9. Μετά την απώλεια της δουλειάς, το πορτοφόλι του έγινε σπασμένο.

Ετυμολογία

Η λέξη "billetera" προέρχεται από τη γαλλική λέξη "billiard", που σημαίνει "πορτοφόλι", και έχει προσαρμοστεί στη χρήση των ισπανικών.

Συνώνυμα και Αντώνυμα



23-07-2024