Η λέξη "billetes" είναι ουσιαστικό, πληθυντικός αριθμός.
/bilˈletes/
Η λέξη "billetes" είναι ο πληθυντικός τύπος του "billete" και αναφέρεται σε μικρά κομμάτια χαρτί που χρησιμοποιούνται ως αποδείξεις πληρωμής, όπως εισιτήρια για μεταφορές (τρένα, λεωφορεία) ή νομίσματα (χαρτονομίσματα). Χρησιμοποιείται ευρέως και στους δύο προφορικούς και γραπτούς λόγους στην ισπανική γλώσσα.
Los billetes para el concierto ya se agotaron.
(Τα εισιτήρια για τη συναυλία εξαντλήθηκαν.)
Necesito cambiar billetes grandes por billetes pequeños.
(Χρειάζομαι να αλλάξω μεγάλα χαρτονομίσματα με μικρά.)
Η λέξη "billetes" χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Ejemplo: Ella ha estado trabajando duro y está haciendo billetes.
(Αυτή έχει δουλέψει σκληρά και κερδίζει χρήματα.)
No hay billetes
Ejemplo: Llegué al cine y vi que no hay billetes.
(Φτάνω στο σινεμά και βλέπω ότι δεν υπάρχουν εισιτήρια.)
Inventar billetes
Η λέξη "billete" προέρχεται από το γαλλικό "billet", που σημαίνει "χαρτονομίσμα" ή "εισιτήριο". Η αρχαία γαλλική λέξη "billet" με τη σειρά της προέρχεται από τη λατινική λέξη "bulla", που αναφερόταν σε ένα κομμάτι νομίσματος ή ένα σφραγισμένο έγγραφο.
papel moneda (χαρτονόμισμα)
Αντώνυμα: