binario είναι ουσιαστικό και επιθετικό στα Ισπανικά.
/biˈnaɾjo/
Η λέξη "binario" χρησιμοποιείται κυρίως σε μαθηματικά και πληροφορική για να αναφέρεται στο δυαδικό σύστημα, το οποίο χρησιμοποιεί δύο ψηφία: 0 και 1. Στη χημεία, μπορεί να αναφέρεται σε διπλές ή ζεύγος ενώσεις. Χρησιμοποιείται συχνά και σε γραπτό και προφορικό λόγο, κυρίως σε τεχνικά πλαίσια. Η συχνότητα χρήσης του είναι αρκετά υψηλή σε τεχνικά και επιστημονικά περιβάλλοντα.
El sistema binario es fundamental en la programación de computadoras.
(Το δυαδικό σύστημα είναι θεμελιώδες στον προγραμματισμό υπολογιστών.)
En matemáticas, el número binario 1010 representa el decimal 10.
(Στα μαθηματικά, ο δυαδικός αριθμός 1010 αντιπροσωπεύει το δεκαδικό 10.)
La química orgánica a menudo utiliza fórmulas binarias para describir compuestos.
(Η οργανική χημεία συχνά χρησιμοποιεί δυαδικές φόρμουλες για να περιγράψει ενώσεις.)
Η λέξη "binario" δεν είναι συνήθως μέρος συγκεκριμένων ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε συνδυασμούς. Ωστόσο, αναφέρουμε κάποιες περιπτώσεις:
En un sistema binario, todo se reduce a 0 y 1.
(Σε ένα δυαδικό σύστημα, όλα μειώνονται σε 0 και 1.)
Los procesos binarios son fundamentales en la lógica computacional.
(Οι δυαδικές διαδικασίες είναι θεμελιώδεις στη λογική υπολογισμού.)
Las decisiones binarias en la programación son comunes en la codificación.
(Οι δυαδικές αποφάσεις στον προγραμματισμό είναι κοινές στον κώδικα.)
Η λέξη "binario" έχει λατινικές ρίζες προερχόμενη από την λέξη "binarius", που σημαίνει "δίδυμος" ή "ζευγάρι". Προέρχεται επίσης από το "bini" που σημαίνει "δύο".
Συνώνυμα: - dual - doble (σε ορισμένα συμφραζόμενα)
Αντώνυμα: - único (μοναδικός) - singular (μοναδικός, ατομικός)