Η λέξη "binocular" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "binocular" στα διεθνή φωνητικά αλφάβητο (IPA) είναι: /bɪˈnɒkjələr/.
Η λέξη είναι "διόπτρο".
Η λέξη "binocular" χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα όργανο που επιτρέπει την όραση σε τρεις διαστάσεις, συνδυάζοντας τις εικόνες από δύο αντικείμενα. Χρησιμοποιείται ευρέως στον τομέα της οπτικής, της παρατήρησης και της εξερεύνησης. Στην ιατρική, όταν μιλάμε για "binocular vision" (διόπτη όραση), αναφέρεται στην ικανότητα να βλέπουμε με και τα δύο μάτια ταυτόχρονα.
Η λέξη "binocular" χρησιμοποιείται πιο συχνά στο γραπτό κείμενο, κυρίως σε επιστημονικά ή τεχνικά κείμενα που αναφέρονται στην οπτική, τη παρατήρηση και την ιατρική.
El médico examinó la visión binocular del paciente.
Ο γιατρός εξέτασε τη διόπτη όραση του ασθενούς.
Los binoculares son esenciales para observar aves.
Τα διόπτερα είναι απαραίτητα για την παρατήρηση πουλιών.
La visión binocular permite a los humanos juzgar mejor las distancias.
Η διόπτη όραση επιτρέπει στους ανθρώπους να εκτιμούν καλύτερα τις αποστάσεις.
Η λέξη "binocular" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο υπάρχουν κάποιες φράσεις που σχετίζονται με την όραση και την παρατήρηση.
"Ver en 3D" es tan fácil como usar unos binoculares.
"Να βλέπεις σε 3D" είναι τόσο εύκολο όσο το να χρησιμοποιείς ένα διόπτρο.
Con binoculares, la naturaleza se ve diferente.
Με διόπτερα, η φύση φαίνεται διαφορετική.
Los científicos utilizan binoculares para estudiar la fauna.
Οι επιστήμονες χρησιμοποιούν διόπτερα για να μελετήσουν την πανίδα.
La visión binocular ampara la seguridad al conducir.
Η διόπτη όραση ενισχύει την ασφάλεια κατά την οδήγηση.
Necesitas unos binoculares para apreciar bien los detalles del paisaje.
Χρειάζεσαι ένα διόπτρο για να εκτιμήσεις καλά τις λεπτομέρειες του τοπίου.
Η λέξη "binocular" προέρχεται από τα λατινικά "bino" που σημαίνει "δύο" και "oculus" που σημαίνει "μάτι".