Birria: Ουσιαστικό
/pirˈɾi.a/
Η λέξη birria αναφέρεται σε μια παραδοσιακή μεξικανική κουζίνα, που συνήθως περιλαμβάνει πιάτα από κρέας, κυρίως αρνί, κατσίκι ή βοδινό. Είναι γνωστή για τον πλούσιο και έντονο ζωμό της που συχνά σερβίρεται με το κρέας και συνοδευτικά όπως κρεμμύδια, κόλιανδρο και λουκάνικα. Αν και η birria έχει μεξικανικές ρίζες, έχει γίνει δημοφιλής και σε άλλες χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Κολομβίας, όπου παρασκευάζεται με παρόμοιο τρόπο.
Η χρήση της λέξης είναι αρκετά κοινή στην καθημερινή ομιλία, ιδίως στους τομείς της κουζίνας και της γαστρονομίας. Χρησιμοποιείται κυρίως στον προφορικό λόγο και σε γραπτό πλαίσιο όταν αναφέρονται συνταγές ή γαστρονομικά άρθρα.
(Η μπιρρία που έφαγα χθες το βράδυ ήταν νόστιμη.)
En mi familia, siempre hacemos birria para las celebraciones.
Η λέξη birria μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αν και δεν είναι ιδιαίτερα κοινές. Μερικά παραδείγματα περιλαμβάνουν:
(Αυτή η παρουσίαση την έκανες εύκολα!)
"No hay birria" σημαίνει ότι κάτι δεν είναι αρκετό ή δεν υπάρχει.
(Σε αυτή τη γιορτή δεν υπάρχει φαγητό.)
"Echar birria" σημαίνει να καταστρέφεις ή να κάνεις μια κατάσταση χειρότερη.
Η προέλευση της λέξης birria είναι πιθανόν από την ισπανική γλώσσα, με ρίζες στις πολιτιστικές πρακτικές του Μεξικού, όπου το πιάτο αυτό παραδοσιακά καταναλώθηκε. Ακολουθεί μια γαστρονομική ιστορία που συνοδεύει τη μεταφορά του στα τηγάνια και τις κουζίνες των χωρών της Λατινικής Αμερικής.
Συνώνυμα: - Estofado (μαγειρευτό) - Guiso (γκούλας)
Αντώνυμα: - Crudo (ωμό) - Frío (κρύο)
Η μπιρρία είναι ένα παράδειγμα ποιοτικής, παραδοσιακής γαστρονομίας που συνδυάζει γεύσεις και πολιτισμικές ιστορίες, κάνοντάς την ένα σημαντικό κομμάτι της σύγχρονης κουζίνας στη Λατινική Αμερική.