Η λέξη "bis" είναι πρόθεση / σύνδεσμος.
/st͡ʃis/
Στα ισπανικά, η λέξη "bis" χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάτι επαναλαμβάνεται ή ότι πρέπει να γίνει ξανά. Εμφανίζεται σε διάφορες περιστάσεις, όπως μουσικές παραστάσεις ή γενικές αναφορές σε επαναλήψεις. Είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενη στον προφορικό λόγο, αλλά μπορεί επίσης να εμφανίζεται σε γραπτό κείμενο, κυρίως σε συμφραζόμενα που σχετίζονται με παραστάσεις ή εκδηλώσεις.
El tema sonó tan bien que pidieron bis.
(Το τραγούδι ακούστηκε τόσο καλά που ζήτησαν επανάληψη.)
Vamos a ver la película bis una vez más.
(Θα δούμε την ταινία ξανά μια φορά.)
Me encanta cuando el cantante hace un bis al final del concierto.
(Μου αρέσει όταν ο τραγουδιστής κάνει μία επανάληψη στο τέλος της συναυλίας.)
Η λέξη "bis" χρησιμοποιείται συχνά σε μουσικά και θεατρικά πλαίσια όπου μια επανάληψη ζητείται από το κοινό.
El público aclamó bis después de cada canción.
(Το κοινό ζητούσε επανάληψη μετά από κάθε τραγούδι.)
En el teatro, la obra recibió bis por su gran actuación.
(Στο θέατρο, η παράσταση δέχτηκε επανάληψη για την εξαιρετική της ερμηνεία.)
Si no te gusta el final, podemos hacer un bis de la historia.
(Αν δεν σου αρέσει το τέλος, μπορούμε να κάνουμε μια επανάληψη της ιστορίας.)
El maestro pidió bis para explicar mejor el tema.
(Ο δάσκαλος ζήτησε επανάληψη για να εξηγήσει καλύτερα το θέμα.)
El músico siempre hace bis cuando el público lo pide.
(Ο μουσικός πάντα κάνει επανάληψη όταν το ζητά το κοινό.)
Η λέξη "bis" προέρχεται από τα λατινικά "bis", που σημαίνει "δύο φορές". Αυτή η ρίζα αντικατοπτρίζει τη χρήση της στο πλαίσιο επανάληψης.
Συνώνυμα: - repetición (επαναλαμβάνω) - vuelta (γύρος)
Αντώνυμα: - nunca (ποτέ) - raramente (σπάνια)