bisojo - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

bisojo (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Ο όρος "bisojo" είναι ρήμα στην ισπανική γλώσσα.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου: /biˈso.xo/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Η λέξη "bisojo" μπορεί να μεταφραστεί ως "σκανδαλώδης" ή "προκλητικός", αν και επικεντρώνεται περισσότερο σε αναφορές που αφορούν την ιατρική.

Σημασία της λέξης

Η λέξη "bisojo" χρησιμοποιείται στην ισπανική γλώσσα για να αναφερθεί σε κάτι που σχετίζεται με την ασυνήθιστη ή ανώμαλη όραση, όπως μυωπία ή στραβισμός. Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά μέτρια, καθώς είναι στραμμένη κυρίως σε ιατρικά συμφραζόμενα. Χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό πλαίσιο, ειδικά σε ιατρικά κείμενα ή εργασίες.

Παραδείγματικές προτάσεις

  1. "El doctor diagnosticó que su hijo era bisojo."
  2. "Ο γιατρός διαγνώρισε ότι ο γιος του ήταν στραβός."

  3. "Las gafas pueden ayudar a un niño bisojo a ver mejor."

  4. "Τα γυαλιά μπορούν να βοηθήσουν ένα στραβό παιδί να βλέπει καλύτερα."

  5. "Es importante atender a un paciente bisojo con el tratamiento adecuado."

  6. "Είναι σημαντικό να παρακολουθείται ένας στραβός ασθενής με την κατάλληλη θεραπεία."

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "bisojo" δεν είναι συχνά χρησιμοποιούμενη σε ιδιωματικές εκφράσεις στην καθημερινή γλώσσα, αλλά μπορεί να εμφανίζεται σε ιατρικές συζητήσεις. Προτάσεις που υπογραμμίζουν τη χρήση της είναι σπάνιες.

  1. "Muchos niños bisojos requieren atención especial en la escuela."
  2. "Πολλά στραβά παιδιά χρειάζονται ειδική προσοχή στο σχολείο."

  3. "Un bisojo puede tener complicaciones si no se trata a tiempo."

  4. "Ένας στραβός μπορεί να έχει επιπλοκές αν δεν αντιμετωπιστεί εγκαίρως."

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "bisojo" προέρχεται από την ισπανική γλώσσα, με ρίζες που σχετίζονται με όρους που αναφέρονται στο μυωπικό ή στραβό οπτικό πεδίο.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - "estrabismo" (στραβισμός) - "miopía" (μυωπία)

Αντώνυμα: - "visión normal" (κανονική όραση) - "claridad visual" (οπτική καθαρότητα)



23-07-2024