Ο όρος "bisojo" είναι ρήμα στην ισπανική γλώσσα.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου: /biˈso.xo/
Η λέξη "bisojo" μπορεί να μεταφραστεί ως "σκανδαλώδης" ή "προκλητικός", αν και επικεντρώνεται περισσότερο σε αναφορές που αφορούν την ιατρική.
Η λέξη "bisojo" χρησιμοποιείται στην ισπανική γλώσσα για να αναφερθεί σε κάτι που σχετίζεται με την ασυνήθιστη ή ανώμαλη όραση, όπως μυωπία ή στραβισμός. Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά μέτρια, καθώς είναι στραμμένη κυρίως σε ιατρικά συμφραζόμενα. Χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό πλαίσιο, ειδικά σε ιατρικά κείμενα ή εργασίες.
"Ο γιατρός διαγνώρισε ότι ο γιος του ήταν στραβός."
"Las gafas pueden ayudar a un niño bisojo a ver mejor."
"Τα γυαλιά μπορούν να βοηθήσουν ένα στραβό παιδί να βλέπει καλύτερα."
"Es importante atender a un paciente bisojo con el tratamiento adecuado."
Η λέξη "bisojo" δεν είναι συχνά χρησιμοποιούμενη σε ιδιωματικές εκφράσεις στην καθημερινή γλώσσα, αλλά μπορεί να εμφανίζεται σε ιατρικές συζητήσεις. Προτάσεις που υπογραμμίζουν τη χρήση της είναι σπάνιες.
"Πολλά στραβά παιδιά χρειάζονται ειδική προσοχή στο σχολείο."
"Un bisojo puede tener complicaciones si no se trata a tiempo."
Η λέξη "bisojo" προέρχεται από την ισπανική γλώσσα, με ρίζες που σχετίζονται με όρους που αναφέρονται στο μυωπικό ή στραβό οπτικό πεδίο.
Συνώνυμα: - "estrabismo" (στραβισμός) - "miopía" (μυωπία)
Αντώνυμα: - "visión normal" (κανονική όραση) - "claridad visual" (οπτική καθαρότητα)