Επίθετο
/bizaɾo/
Η λέξη "bizarro" στα Ισπανικά χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι ή κάποιον που είναι ασυνήθιστος, αλλόκοτος ή χαρακτηριστικά παράξενος. Είναι μια λέξη που συχνά χρησιμοποιείται σε καθημερινές συζητήσεις, καθώς και σε λογοτεχνικά ή καλλιτεχνικά πλαίσια. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια, χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και είναι πιθανότερο να τη συναντήσουμε σε προφορικές συζητήσεις.
El vestido que llevaba era realmente bizarro.
(Το φόρεμα που φορούσε ήταν πραγματικά αλλόκοτο.)
Sus ideas son un poco bizarro, pero interesantes.
(Οι ιδέες του είναι λίγο παράξενες, αλλά ενδιαφέρουσες.)
Me gustan las películas bizarros.
(Μου αρέσουν οι αλλόκοτες ταινίες.)
Η λέξη "bizarro" δεν έχει πολλές παραδοσιακές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να εμφανιστεί σε περιγραφές ή σημειώσεις σχετικά με την τέχνη ή τη ζωή σε γενικό επίπεδο. Ωστόσο, υπάρχουν μερικές προτάσεις που μπορεί να συνδυαστούν με τις ιδιότητες που χαρακτηρίζει:
A veces lo bizarro puede ser bello.
(Πολύ συχνά το αλλόκοτο μπορεί να είναι όμορφο.)
La creatividad no tiene límites, lo bizarro es parte de ella.
(Η δημιουργικότητα δεν έχει όρια, το αλλόκοτο είναι μέρος της.)
En el arte, lo bizarro a menudo desafía las normas.
(Στην τέχνη, το αλλόκοτο συχνά αμφισβητεί τους κανόνες.)
Η λέξη "bizarro" προέρχεται από το γαλλικό "bizarre", το οποίο έχει προέλευση από τη λέξη "bizar" που σήμαινε "αταίριαστος" ή "προσωπικά ασυνήθιστος". Το ιταλικό "bizzarro" έχει παρόμοια σημασία και προέλευση.