Η λέξη "bizcar" στη γλώσσα Ισπανικά έχει όσες έννοιες που σχετίζονται με την ιδέα της αναστάτωσης, της δυσκολίας ή της έντονης αντίθεσης. Χρησιμοποιείται σε διάφορες περιπτώσεις, όπως σε φράσεις που αναφέρονται σε ασθένειες, ή στην εκτίμηση κάποιου για να περιγράψει μια σφραγίδα ή το γεγονός ότι κάτι τρίζει.
Η χρήση της λέξης είναι αρκετά σπάνια και σπάνια εμφανίζεται στο προφορικό και γραπτό λόγο.
Cuando el libro cayó, hizo un ruido fuerte y bizco.
Όταν το βιβλίο έπεσε, έκανε έναν δυνατό θόρυβο και τρίζοντας.
No puedo creer que el coche bizque cuando va a altas velocidades.
Δεν μπορώ να πιστέψω ότι το αυτοκίνητο τρίζει όταν πηγαίνει σε υψηλές ταχύτητες.
El fuego bizca en la chimenea durante la noche.
Η φωτιά τρίζει στην καμινάδα κατά τη διάρκεια της νύχτας.
Η λέξη "bizcar" δεν εμφανίζεται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις. Είναι ωστόσο δυνατό να χρησιμοποιηθεί σε φράσεις σχετικά με την αναταραχή ή το «τρίξιμο» που μπορεί να προκύψει κατά τη διάρκεια κάποιας δραστηριότητας.
El viejo reloj bizca cuando la temperatura cambia.
Το παλιό ρολόι τρίζει όταν αλλάζει η θερμοκρασία.
Sus rodillas bizcan durante el ejercicio intenso.
Τα γόνατά του τρίζουν κατά τη διάρκεια έντονης άσκησης.
Η ετυμολογία της λέξης "bizcar" πιθανόν να προέρχεται από λατινικές ρίζες που σχετίζονται με την έννοια του "τρίξιματος", αν και οι ακριβείς ρίζες της λέξης μπορεί να μην είναι σαφείς.
Chasquear (χάλαση, τρίζω)
Αντώνυμα:
Το "bizcar" είναι μια λέξη με περιορισμένες εφαρμογές και αποδοχή στον σύγχρονο λόγο και μπορεί να μην είναι γνωστή σε πολλούς ομιλητές της ισπανικής γλώσσας.