Η λέξη "bizcocho" είναι ουσιαστικό.
Η διεθνής φωνητική μεταγραφή της λέξης είναι [biθˈko.tʃo].
Η λέξη "bizcocho" αναφέρεται σε ένα είδος κέικ ή παντεσπανιού, συνήθως αφράτου και ελαφρού, που παρασκευάζεται από αλεύρι, αυγά και ζάχαρη. Στην ισπανική γλώσσα, χρησιμοποιείται και σε διάφορες παραλλαγές, όπως κέικ με γεύσεις ή γεμίσεις. Είναι ιδιαίτερα δημοφιλής σε γλυκά και επιδόρπια. Η χρήση της λέξης είναι συχνή τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο.
Μου αρέσει να τρώω κέικ σοκολάτας.
El bizcocho de vainilla es perfecto para el té de la tarde.
Το κέικ βανίλιας είναι τέλειο για το απογευματινό τσάι.
Preparé un bizcocho para celebrar mi cumpleaños.
Η λέξη "bizcocho" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, αν και δεν είναι τόσο συνηθισμένη όσο άλλες λέξεις. Ωστόσο, υπάρχουν κάποιες εκφράσεις που την περιλαμβάνουν:
Δεν υπάρχει κέικ που να μην διαλύεται. (Σημαίνει ότι κανένα σχέδιο δεν είναι τέλειο και μπορεί να υπάρξουν προβλήματα.)
El bizcocho se enfría rápido.
Το κέικ κρυώνει γρήγορα. (Μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μεταφορά για κάτι που χάνει τη ζωντάνια του γρήγορα.)
Ese bizcocho es un gran éxito entre los niños.
Αυτό το κέικ είναι μεγάλη επιτυχία στα παιδιά. (Δηλώνει κάτι που έχει καλό αποτέλεσμα ή αποδοχή.)
Sabe a bizcocho, pero no lo es.
Η λέξη "bizcocho" προέρχεται από τη λατινική λέξη "bis coctus", που σημαίνει "ψημένο δύο φορές". Αυτή η αρχαία μέθοδος ψησίματος χρησιμοποιούνταν παλαιότερα για να διατηρούνται τα τρόφιμα, καθώς το διπλό ψήσιμο τα έκανε πιο στεγνά και ανθεκτικά.