blanca: επίθετο (θηλυκός τύπος του blanco)
[ˈblanka]
Η λέξη blanca προέρχεται από το επίθετο blanco και χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να περιγράψει κάτι που έχει το χρώμα του λευκού ή που είναι καθαρό και φωτεινό. Στην Ισπανία, την περιοχή της Μούρθια, αλλά και τη Γουατεμάλα, η λέξη χρησιμοποιείται τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο, με ελάχιστη διαφοροποίηση χρήσης ανάμεσα στους δύο τομείς. Συνήθως χρησιμοποιείται για να περιγράψει αντικείμενα, συναισθήματα ή καταστάσεις.
La casa es blanca.
Το σπίτι είναι λευκό.
La nieve es blanca en invierno.
Το χιόνι είναι λευκό το χειμώνα.
Me gusta la camisa blanca que compraste.
Μου αρέσει το λευκό πουκάμισο που αγόρασες.
Η λέξη blanca χρησιμοποιείται σε μερικές ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με την καθαρότητα και την αθωότητα, ή και με την αντίθεση στο σκοτάδι.
Pasar por blanca.
Να περάσεις αλώβητος (σε μια κατάσταση δυσκολίας).
Hacer un pacto en blanco.
Να κάνεις μια συμφωνία χωρίς όρους (αβέβαιη ή αόριστη).
La verdad es blanca como el papel.
Η αλήθεια είναι και καθαρή όπως το χαρτί.
Η λέξη blanca προέρχεται από τον Λατινικό όρο blancus, που σημαίνει «λευκός» ή «φωτεινός».
Συνώνυμα - clara (ανοιχτόχρωμη, καθαρή)
Αντώνυμα - negra (μαύρη)