Η λέξη "blancura" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου είναι: /blanˈkuɾa/.
Η λέξη "blancura" αναφέρεται στην ποιότητα ή κατάσταση του να είναι λευκός ή καθαρός. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει πράγματα που έχουν λευκό χρώμα ή που είναι χαρακτηριστικά καθαρά. Κάποιοι το χρησιμοποιούν επίσης μεταφορικά για να περιγράψουν αγνότητα ή αθωότητα.
Συχνότητα Χρήσης: Η λέξη είναι σχετικά συχνή και χρησιμοποιείται σε γραπτό και προφορικό λόγο, αλλά μπορεί να είναι πιο κοινή σε καλλιτεχνικά και ποιητικά κείμενα.
Η λευκότητα του χιονιού είναι εντυπωσιακή.
Ella siempre busca la blancura en sus obras de arte.
Αυτή πάντα αναζητά την καθαρότητα στα έργα τέχνης της.
La blancura de sus dientes le da mucha confianza.
Η λέξη "blancura" δεν είναι ιδιαίτερα συχνή σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά χρησιμοποιείται σε κάποιες περιπτώσεις που σχετίζονται με καθαρότητα ή αθωότητα:
Η λευκότητα της ψυχής του αντικατοπτρίζει την καλοσύνη του.
En la blancura de la mañana, todo parece posible.
Στην λευκότητα του πρωινού, όλα φαίνονται δυνατά.
Su sonrisa tiene la blancura de la pureza.
Η λέξη "blancura" προέρχεται από τη λέξη "blanco," που σημαίνει λευκό, μαζί με το προσδιοριστικό επίθημα "-ura," το οποίο υποδηλώνει ποιότητα ή κατάσταση.
Συνώνυμα: - pureza (αγνότητα) - claridad (καθαρότητα)
Αντώνυμα: - oscuridad (σκοτεινότητα) - suciedad (ρουνιά)