Η λέξη "blasfemia" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
/blasˈfemja/
Η "blasfemia" αναφέρεται σε μια προσβολή ή έλλειψη σεβασμού προς κάτι που θεωρείται θεϊκό ή ιερό. Αυτή η λέξη χρησιμοποιείται συχνά στον τομέα του δικαίου που σχετίζεται με τη θρησκεία, καθώς οι βλασφημίες μπορεί να έχουν νομικές συνέπειες σε πολλές χώρες.
Στη γλώσσα των Ισπανών, η λέξη χρησιμοποιείται και σε προφορικό και σε γραπτό λόγο, με λίγο μεγαλύτερη συχνότητα στη λογοτεχνία και τις νομικές συζητήσεις.
La blasfemia es un delito en algunos países.
(Η βλασφημία είναι έγκλημα σε ορισμένες χώρες.)
Muchos lo consideran un acto de blasfemia.
(Πολλοί το θεωρούν πράξη βλασφημίας.)
La blasfemia puede resultar en severas sanciones.
(Η βλασφημία μπορεί να έχει σοβαρές ποινές.)
Η λέξη "blasfemia" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στη γλώσσα των Ισπανών. Ορισμένες από αυτές περιλαμβάνουν:
"Decir blasfemias"
(Να λέει κανείς βλασφημίες)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη συζήτηση χωρίς σεβασμό για θρησκευτικά θέματα.
"Blasfemia de boca"
(Βλασφημία από το στόμα)
Αναφέρεται σε άτομα που μιλούν αδιάκριτα για θεία ή ιερά.
"No hay blasfemia que no sea perdonada"
(Δεν υπάρχει βλασφημία που να μην συγχωρείται)
Δηλώνει την ιδέα ότι η συγχώρεση είναι δυνατή.
"Considerar como blasfemia"
(Να θεωρεί κάτι ως βλασφημία)
Αναφέρεται στην πώληση ή στην έκθεση δήλωσης ή πράξης που παραβιάζει θρησκευτικές πεποιθήσεις.
"Blasfemia a la fe"
(Βλασφημία στην πίστη)
Χρησιμοποιείται για να αποδώσει προσβολή προς τη θρησκεία.
Η λέξη "blasfemia" προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό "βλασφημία" (blasphemia), το οποίο σημαίνει "κακή ομιλία" ή "επίθεση στη φήμη". Η λέξη μεταφέρθηκε μέσω του λατινικού "blasphemia".
Συνώνυμα: - βλασφημία - προσβολή - ασέβεια
Αντώνυμα: - σεβασμός - ευλάβεια - τιμή