Η λέξη "blindado" είναι επίθετο και μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί ως ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "blindado" σύμφωνα με το Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο (IPA) είναι: [blinˈða.ðo]
Στα Ισπανικά, η λέξη "blindado" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι θωρακισμένο ή προστατευμένο, συνήθως από βία ή επιθέσεις. Χρησιμοποιείται συχνά σε στρατιωτικά και τεχνολογικά πλαίσια, όπως σε θωρακισμένα οχήματα ή εγκαταστάσεις. Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι σχετικά υψηλή, κυρίως σε γραπτά κείμενα και στρατιωτικούς/τεχνικούς τομείς, αλλά μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί στον προφορικό λόγο.
(Τα θωρακισμένα οχήματα είναι απαραίτητα σε μια στρατιωτική αποστολή.)
El banco tiene un sistema blindado para proteger sus bienes.
Η λέξη "blindado" χρησιμοποιείται και σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις:
(Να είσαι θωρακισμένος κατά του άγχους.)
"Hacer un trato blindado"
(Να κάνεις μια θωρακισμένη συμφωνία - δηλαδή, μια ασφαλή ή προστατευμένη συμφωνία.)
"Aguantar un ataque blindado"
(Να αντέχεις μια θωρακισμένη επίθεση.)
"Invertir en un proyecto blindado"
Η λέξη "blindado" προέρχεται από το ρήμα "blindar", το οποίο σημαίνει "να θωρακίσεις". Προέρχεται από τη λέξη "blindaje", που αναφέρεται στη διαδικασία ή την κατάσταση της θωράκισης.