Η λέξη "blindaje" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "blindaje" σύμφωνα με το Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο (IPA) είναι: /blinˈdaxe/.
Η λέξη "blindaje" αναφέρεται σε οποιοδήποτε είδος θωράκισης ή προστασίας, συνήθως σχετικής με στρατιωτικά ή τεχνικά πλαίσια, όπως θωρακισμένα οχήματα ή δομές. Αυτός ο όρος χρησιμοποιείται σε ποικιλία πλαισίων, περιλαμβάνοντας στρατιωτικά, ηλεκτρονικά και πυροσβεστικά, και είναι συχνά παρόν στην τεχνική ορολογία.
Χρήση: "Blindaje" χρησιμοποιείται πιο συχνά σε γραπτό πλαίσιο, ιδιαίτερα σε τεχνικά ή επιστημονικά κείμενα, αν και μπορεί επίσης να επαναλαμβάνεται σε προφορικές συζητήσεις σχετικές με στρατιωτική ή τεχνική θεματολογία.
Η θωράκιση του οχήματος είναι πολύ ανθεκτική στους πυροβολισμούς.
Los edificios en zonas de guerra requieren un alto nivel de blindaje.
Τα κτίρια σε περιοχές πολέμου απαιτούν υψηλό επίπεδο θωράκισης.
Los sistemas de blindaje eléctrico protegen los dispositivos de sobrecargas.
Η λέξη "blindaje" δεν έχει πολλές καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει την προστασία ή την ασφάλεια σε διάφορες περιπτώσεις.
"Συναισθηματική θωράκιση" αναφέρεται στους μηχανισμούς άμυνας που αναπτύσσει ένα άτομο για να προστατευτεί.
"Blindaje de datos" es crucial para proteger la información sensible en las empresas.
"Θωράκιση δεδομένων" είναι κρίσιμη για την προστασία ευαίσθητων πληροφοριών στις επιχειρήσεις.
"Blindaje militar" se refiere a las técnicas y tecnologías utilizadas para proteger a las tropas.
Η λέξη "blindaje" προέρχεται από το ρήμα "blindar", το οποίο σημαίνει "να θωρακίσεις" ή "να προστατεύσεις". Το ρήμα "blindar" έχει τις ρίζες του στη λέξη "blinda", που στα προγονικά γερμανικά σχετίζεται με την έννοια του "θαλάμου" ή "φρουρίου".
Συνώνυμα: - Protección (προστασία) - Aislamiento (μόνωση)
Αντώνυμα: - Vulnerabilidad (ευαλωτότητα) - Exposición (έκθεση)