Το "bloc" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική του μεταγραφή στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι /blok/.
Η λέξη "bloc" χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια ομάδα ή συμμαχία ανθρώπων που συνεργάζονται για έναν κοινό σκοπό. Η χρήση της είναι πιο συχνή στο γραπτό πλαίσιο, ειδικά σε πολιτική ορολογία ή σε οικονομικά κείμενα. Στον προφορικό λόγο, μπορεί να ακούγεται, αλλά δεν είναι τόσο συχνή.
Los países formaron un bloc para negociar acuerdos comerciales.
(Οι χώρες σχημάτισαν ένα μπλοκ για να διαπραγματευτούν εμπορικές συμφωνίες.)
El bloc del Parlamento aprobó la nueva ley.
(Το μπλοκ του Κοινοβουλίου ενέκρινε τον νέο νόμο.)
Ellos son un bloc muy influyente en la política local.
(Αυτοί είναι ένα πολύ επιδραστικό μπλοκ στην τοπική πολιτική.)
Η λέξη "bloc" μπορεί να μην είναι τόσο συνηθισμένη σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί σε πολιτικά ή κοινωνικά συμφραζόμενα. Ακολουθούν μερικές αναφορές:
Bloc de poder
(Μπλοκ εξουσίας)
Ejemplo: El bloc de poder se reúne cada mes.
(Το μπλοκ εξουσίας συναντάται κάθε μήνα.)
Bloc social
(Κοινωνικό μπλοκ)
Ejemplo: El bloc social está trabajando en proyectos comunitarios.
(Το κοινωνικό μπλοκ εργάζεται σε κοινοτικά σχέδια.)
Bloc opositor
(Αντιπολιτευτικό μπλοκ)
Ejemplo: El bloc opositor presenta nuevas propuestas.
(Το αντιπολιτευτικό μπλοκ παρουσιάζει νέες προτάσεις.)
Η λέξη "bloc" προέρχεται από τα γαλλικά "bloc", που σημαίνει "μπλοκ" ή "κομμάτι", και χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα μέρος ή μια ομάδα που λειτουργεί συλλογικά.
Αυτές οι πληροφορίες αντικατοπτρίζουν τη χρήση και τη σημασία της λέξης "bloc" στην ισπανική γλώσσα και προσφέρουν μια συνοπτική εικόνα για τις πολλαπλές εφαρμογές της.