Η λέξη "bloque" είναι ουσιαστικό.
/ˈbloke/
Η λέξη "bloque" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες έννοιες, όπως για να περιγράψει ένα μπλοκ από υλικό (π.χ. ξύλο ή πέτρα), μια ομάδας ατόμων ή κτιρίων που σχηματίζουν ένα μπλοκ, ή μια συγκεκριμένη ενότητα (π.χ. μπλοκ διαφημίσεων). Στη γλώσσα των υπολογιστών, μπορεί να αναφέρεται σε μπλοκ δεδομένων (data block) και στο στρατιωτικό πεδίο σε στρατηγικά μπλοκ.
Η λέξη χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αλλά συναντάται πιο συχνά σε τεχνικά κείμενα και στον καθημερινό λόγο.
"Το μπλοκ διαμερισμάτων χτίστηκε πέρυσι."
"Necesitamos un bloque de madera para el proyecto."
Η λέξη "bloque" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
"Ayer, decidí salir de mi bloque y probar algo nuevo."
"Hacer un bloque"
"El equipo hizo un bloque para evitar que el rival anotara."
"Romper el bloque"
Η λέξη "bloque" προέρχεται από τα γαλλικά "bloc", το οποίο με τη σειρά του προέρχεται από το λατινικό "bloccus" που σημαίνει "κομμάτι" ή "μπλοκ".
Συνώνυμα: - cubo - porción
Αντώνυμα: - fragmento (κομμάτι) - separación (διαχωρισμός)
Αυτή είναι η ανάλυση της λέξης "bloque" στα Ισπανικά, ελπίζω να σας βοηθήσει!