Η λέξη "brecha" είναι ουσιαστικό (sustantivo).
Φωνητική μεταγραφή της λέξης "brecha" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου:
/bɾe.t͡ʃa/
Η λέξη "brecha" μπορεί να μεταφραστεί στα ελληνικά ως: - ρήγμα - χάσμα - διαφορά
Η λέξη "brecha" αναφέρεται σε ένα κενό, χάσμα ή ρήγμα που απομονώνει ή χωρίζει δύο μέρη. Χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς όπως η κοινωνία (συχνά αναφέρεται σε κοινωνικές ανισότητες), η οικονομία (π.χ. χάσμα πλούτου) ή ακόμα και στη γεωλογία (ρήγματα στη γη). Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή, κυρίως σε γραπτό λόγο, αλλά δεν απουσιάζει και από τον προφορικό.
La brecha entre ricos y pobres sigue creciendo en la sociedad.
(Το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών συνεχίζει να μεγαλώνει στην κοινωνία.)
Se encontró una brecha en el muro que necesitaba reparación.
(Βρέθηκε ένα ρήγμα στον τοίχο που χρειάζονταν επισκευή.)
La brecha salarial es un tema importante en las negociaciones laborales.
(Το χάσμα μισθών είναι ένα σημαντικό θέμα στις εργασιακές διαπραγματεύσεις.)
Η λέξη "brecha" χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Cerrar la brecha.
(Να κλείσουμε το χάσμα.)
Αναφέρεται στην προσπάθεια να μειωθούν οι διαφορές ή οι ανισότητες.
Aumentar la brecha.
(Να αυξήσουμε το χάσμα.)
Χρησιμοποιείται όταν υπάρχουν διαδικασίες ή καταστάσεις που επιδεινώνουν τις ανισότητες.
La brecha generacional.
(Το γενεαλογικό χάσμα.)
Αναφέρεται στις διαφορές μεταξύ διαφορετικών γενεών, συχνά σε επίπεδο απόψεων ή αξιών.
La brecha digital.
(Το ψηφιακό χάσμα.)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει τις ανισότητες στην πρόσβαση σε τεχνολογία και πληροφορίες.
La brecha de género.
(Το χάσμα φύλου.)
Περιγράφει τις ανισότητες ανάμεσα στα δύο φύλα σε διάφορους τομείς.
Superar la brecha.
(Να ξεπεράσουμε το χάσμα.)
Αναφέρεται στην προσπάθεια υπέρβασης των διαφορών ή των δυσκολιών.
Η λέξη "brecha" προέρχεται από την καταλανική "bretxa", η οποία έχει σχέση με το λατινικό "brēchā", που σημαίνει «ρήγμα» ή «κενό».
Συνώνυμα: - Rima (ρήγμα) - Grieta (ρωγμή) - Desigualdad (ανισότητα)
Αντώνυμα: - Unión (ένωση) - Igualdad (ισότητα) - Continuidad (συνέχεια)