Η λέξη "brinco" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "brinco" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι:
/ˈbɾinko/
Η λέξη "brinco" μεταφράζεται στα Ελληνικά ως "άλμα" ή "πηδηματάκι".
Η λέξη "brinco" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να αναφερθεί σε ένα μικρό άλμα ή πηδηματάκι. Συχνά χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια γρήγορη ή επιπόλαια κίνηση. Η χρήση της είναι πιο διαδεδομένη στον προφορικό λόγο, αλλά μπορεί επίσης να εμφανίζεται σε γραπτά κείμενα.
"El niño dio un brinco de alegría al ver a su madre."
(Ο μικρός έκανε ένα άλμα από χαρά όταν είδε τη μητέρα του.)
"Con un brinco, saltó sobre el charco."
(Με ένα άλμα, πήδηξε πάνω από τη λάσπη.)
Η λέξη "brinco" χρησιμοποιείται και σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στην Ισπανική γλώσσα:
"No me des un brinco."
(Μην με τρομάζεις.)
Σημαίνει να μην προκαλείς ξαφνικό φόβο ή έκπληξη σε κάποιον.
"A brinco limpio."
(Με καθαρό άλμα.)
Σημαίνει να κάνεις κάτι με ενθουσιασμό ή αποφασιστικότητα.
"Echar un brinco."
(Να κάνεις ένα άλμα.)
Εννοεί να προσπαθήσεις κάτι καινούργιο ή να αναλάβεις μια νέα ευθύνη.
"Brinco por aquí, brinco por allá."
(Άλμα εδώ, άλμα εκεί.)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που κινείται ή αλλάζει κατεύθυνση συνεχώς.
Η λέξη "brinco" προέρχεται από το ρήμα "brincar", το οποίο σημαίνει "πηδώ" ή "καλπάζω". Η ρίζα της λέξης μπορεί να συνδέεται με πολυάριθμες μορφές κίνησης και δραστηριότητας.
Συνώνυμα: salto, brincada, pingo
Αντώνυμα: caída (πτώση), quietud (ακινησία)