Ρήμα
/brinˈdaɾ.se/
Το "brindarse" είναι ένα συνreflexive ρήμα που σημαίνει να προσφέρει κανείς τον εαυτό του για κάτι. Συχνά χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε καταστάσεις όπου κάποιος προσφέρεται να βοηθήσει ή να συμμετάσχει σε κάτι. Η χρήση του μπορεί να παρατηρηθεί τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αλλά πιο συχνά χρησιμοποιείται σε καθημερινές συνομιλίες.
Εκείνη προσφέρεται να βοηθήσει στο έργο.
Muchos voluntarios se brindaron para ayudar a la comunidad.
Πολλοί εθελοντές προσφέρθηκαν να βοηθήσουν την κοινότητα.
Nos brindamos mutuamente apoyo durante la crisis.
Το "brindarse" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, οι οποίες περιγράφουν προθυμία ή εθελοντισμό.
Ejemplo: El profesor se brindó a los estudiantes para resolver sus dudas.
Brindarse como voluntario - Προσφέρομαι ως εθελοντής
Ejemplo: Decidí brindarme como voluntario en el refugio de animales.
Brindarse a una causa - Προσφέρομαι για μια αιτία
Η λέξη προέρχεται από το λατινικό "brindare", που σημαίνει να προσφέρω. Στην ισπανική γλώσσα, το "brindarse" έχει αναπτυχθεί ώστε να εκφράζει την έννοια της υποστήριξης ή της προσφοράς στον εαυτό.
Συνώνυμα: - ofrecerse - disponibilizarse - presentarse
Αντώνυμα: - rechazar (να απορρίπτω) - negarse (να αρνούμαι) - desatender (να παραμελώ)