brisa - ουσιαστικό (feminine noun)
[ˈbɾisa]
Η λέξη brisa αναφέρεται σε έναν ευχάριστο και δροσερό άνεμο, συνήθως που προέρχεται από τη θάλασσα. Χρησιμοποιείται πιο συχνά στον περιγραφικό λόγο, και η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή, τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό πλαίσιο. Σημαντική είναι η σημασία της στη γεωγραφία, καθώς οι brisas επηρεάζουν το κλίμα και την ατμόσφαιρα σε παράκτιες περιοχές.
En la playa, siempre hay una brisa agradable.
Στην παραλία, πάντα υπάρχει ένα ευχάριστο αεράκι.
La brisa del mar me relaja mucho.
Το αεράκι της θάλασσας με χαλαρώνει πολύ.
Η λέξη brisa χρησιμοποιείται και σε μια σειρά ιδιωματικών εκφράσεων. Ακολουθούν παραδείγματα:
Sentir la brisa en el rostro.
Να νιώθεις το αεράκι στο πρόσωπο.
(Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την αίσθηση ελευθερίας ή γαλήνης.)
Dejarse llevar por la brisa.
Να παραδοθείς στην αύρα.
(Σημαίνει να είσαι ανοιχτός σε νέες εμπειρίες ή συναισθήματα.)
Cuando hay brisa, el clima es mucho más fresco.
Όταν υπάρχει αεράκι, ο καιρός είναι πολύ πιο δροσερός.
(Δηλώνει την θετική επίδραση της αύρας στο καιρό.)
La brisa marina trae consigo paz y tranquilidad.
Το θαλάσσιο αεράκι φέρνει μαζί του ειρήνη και ηρεμία.
(Εκφράζει την ευχάριστη αίσθηση που νιώθουμε κοντά στη θάλασσα.)
Η λέξη brisa προέρχεται από την προερχόμενη από τα γαλλικά λέξη bise, που σημαίνει δροσερός άνεμος. Υπήρξε αριστοκρατική χρήση της λέξης ήδη από τους Μεσαίωνες.
Συνώνυμα: - aire (αέρας) - soplo (ανάσα)
Αντώνυμα: - calma (ηρεμία) - tempestad (καταιγίδα)
Αυτή η ησυχία και η γαλήνη του αεράκι αποτελούν γραμμές και συναισθήματα σημαντικά στην ισπανική γλώσσα, κάνοντάς τη μια πολύχρωμη προσθήκη στο λεξιλόγιο όσων περιγράφουν τη φύση και το κλίμα.