Η λέξη "broca" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
/ˈbɾoka/
Στα ισπανικά, "broca" συνήθως αναφέρεται σε ένα εργαλείο που χρησιμοποιείται για τρύπημα, όπως ένα τρυπάνι. Χρησιμοποιείται σε τεχνικές ή βιομηχανικές εφαρμογές, καθώς και περιστασιακά σε ναυτικές ορολογίες.
Η νόημα της λέξης είναι κοινώς χρησιμοποιούμενο και αναγνωρίσιμο, κυρίως στο γραπτό πλαίσιο, ενώ χρησιμοποιείται συχνά και στον προφορικό λόγο, ειδικά σε τεχνικές συζητήσεις.
"Necesito una broca más grande para hacer el agujero."
"Χρειάζομαι ένα μεγαλύτερο τρυπάνι για να κάνω την τρύπα."
"La broca se rompió mientras intentaba perforar el metal."
"Το τρυπάνι σπάζει ενώ προσπαθούσα να τρυπήσω το μέταλλο."
"Usa la broca correcta para evitar que la madera se agriete."
"Χρησιμοποίησε το σωστό τρυπάνι για να αποτρέψεις το ξύλο να ραγίσει."
"Él no para de hablar y parece que tiene una broca en la boca."
"Δεν σταματάει να μιλάει και φαίνεται ότι έχει ένα τρυπάνι στο στόμα του." (Σημαίνει ότι μιλάει συνέχεια, ασταμάτητα)
"No me hagas la broca, sé que no estás jugando."
"Μην μου κάνεις το τρυπάνι, ξέρω ότι δεν αστειεύεσαι." (Σημαίνει ότι δεν κάνεις πλάκα)
"Cuando alguien empieza a hacer preguntas difíciles, me da la broca."
"Όταν κάποιος αρχίζει να κάνει δύσκολες ερωτήσεις, μου προκαλεί τρύπα." (Σημαίνει ότι νιώθω στρες ή αγωνία)
Η λέξη "broca" προέρχεται από το λατινικό "broca", που σημαίνει "τρυπάνι" ή "πατητής". Η χρήση της έχει διατηρηθεί στο πέρασμα των αιώνων σε διάφορους τομείς.
Συνώνυμα:
- "perforadora" (τρυπανιστής)
- "taladro" (τρυπανιστής)
Αντώνυμα:
- "sólido" (στέρεο)
- "intacto" (ακέραιο)
Αυτή είναι μια συνοπτική ανάλυση της λέξης "broca", που αγγίζει διαφορετικούς τομείς της χρήσης της στα ισπανικά.