Η λέξη "brocha" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
/fɾo.t͡ʃa/
Η λέξη "brocha" σημαίνει συνήθως μια βούρτσα ή πινέλο χρησιμοποιούμενο για ζωγραφική ή για την εφαρμογή χρωμάτων. Χρησιμοποιείται στη γλώσσα των Ισπανικών στο πλαίσιο της τέχνης και της χειροτεχνίας, καθώς και σε καταστάσεις που αφορούν την καθαριότητα ή την ανακαίνιση.
Η "brocha" είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται συχνά και στον προφορικό αλλά και στον γραπτό λόγο.
Voy a comprar una brocha para pintar la habitación.
Θα αγοράσω ένα πινέλο για να ζωγραφίσω το δωμάτιο.
Ella usó la brocha para aplicar la pintura en la pared.
Χρησιμοποίησε την βούρτσα για να εφαρμόσει τη ζωγραφιά στον τοίχο.
Necesitas una brocha de calidad para obtener un buen acabado.
Χρειάζεσαι μια βούρτσα υψηλής ποιότητας για να έχεις ένα καλό φινίρισμα.
Η λέξη "brocha" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις όπως άλλες λέξεις, αλλά υπάρχουν ορισμένες φράσεις που περιλαμβάνουν τη λέξη:
Darse una brocha (να βάφεις ή να καλύπτεις κάτι γρήγορα).
Se dio una brocha rápida antes de salir.
Έκανε γρήγορη ζωγραφιά πριν φύγει.
Brocha gorda (μια βούρτσα με μεγάλη κεφαλή, χρησιμοποιούμενη για δουλειές μεγαλύτερης κλίμακας ή γρήγορης εφαρμογής).
Usa la brocha gorda para pintar el exterior de la casa.
Χρησιμοποίησε την μεγάλη βούρτσα για να βάψει το εξωτερικό της σπιτιού.
La brocha del pintor (αναφέρεται στην τέχνη και την τεχνική του ζωγράφου).
La brocha del pintor es muy importante para crear arte.
Η βούρτσα του ζωγράφου είναι πολύ σημαντική για να δημιουργήσει τέχνη.
Η λέξη "brocha" προέρχεται από το ισπανικό ρήμα "brochar", που σημαίνει να αρπάζεις ή να τυλίγεις. Η λέξη έχει εξελιχθεί να αναφέρεται στους εργαλεία που χρησιμοποιούνται για «άγγιγμα» ή «εφαρμογή».
Συνώνυμα: - Pincel (πινέλο) - Cepillo (βούρτσα)
Αντώνυμα: - Despeinar (απογυμνώνω ή βγάζω τη βούρτσα) - Quitar (αφαιρώ)