Η λέξη "broker" είναι ουσιαστικό.
/ˈbroʊ.kər/
Η λέξη "broker" χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς, κυρίως στον χρηματοοικονομικό και τις επιχειρήσεις, για να αναφέρεται σε ένα άτομο ή έναν οργανισμό που μεσολαβεί σε συναλλαγές, όπως π.χ. σε πωλήσεις μετοχών ή ασφαλειών. Στην ισπανική γλώσσα, μπορεί να αναφέρεται στους επαγγελματίες που διευκολύνουν τις αγοραπωλησίες. Χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτά κείμενα, αν και υπάρχει και προφορική χρήση.
Ο μεσίτης βοήθησε την εταιρεία να βρει επενδυτές.
Necesito contactar a mi broker para discutir mis inversiones.
Ο όρος "broker" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά, κυρίως σχετικές με τις επενδύσεις και τις οικονομικές συναλλαγές.
Να είσαι επιτυχημένος χρηματιστής σημαίνει να είσαι πάντα ενημερωμένος.
El broker tiene un ojo para las oportunidades del mercado.
Ο μεσίτης έχει ένα μάτι για ευκαιρίες στην αγορά.
Es crucial tener un buen broker para gestionar tu cartera de inversiones.
Είναι κρίσιμο να έχεις έναν καλό χρηματιστή για να διαχειρίζεσαι το χαρτοφυλάκιό σου.
Un broker puede hacer la diferencia en tus ganancias.
Ένας χρηματιστής μπορεί να κάνει τη διαφορά στα κέρδη σου.
Los mejores brokers ofrecen asesoramiento personalizado.
Η λέξη "broker" προέρχεται από το μέσο αγγλικό "broc(er)" που σημαίνει "υποστηρικτής" ή "διαμεσολαβητής", πιθανόν δανεισμένη από το γαλλικό "brocante", που σχετίζεται με την αγορά και πώληση αγαθών.
Agente (πράκτορας)
Αντώνυμα: