bronce: ουσιαστικό
Φωνητική μεταγραφή: /ˈbɾon θ e/
Η λέξη "bronce" αναφέρεται σε ένα κράμα μετάλλων, συνήθως χαλκού και κασσίτερου, που χρησιμοποιείται ευρέως στην τέχνη, την κατασκευή αντικειμένων και τη βιομηχανία. Ο μπρούντζος είναι γνωστός για την ανθεκτικότητά του και τη μαλακότητά του, γεγονός που τον καθιστά ιδανικό για τη δημιουργία γλυπτών, νομισμάτων και άλλων έργων τέχνης. Η χρήση του "bronce" στην ισπανική γλώσσα είναι συχνή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
El escultor decidió trabajar con bronce para su nueva obra.
(Ο γλύπτης αποφάσισε να εργαστεί με μπρούντζο για το νέο του έργο.)
Hay una estatua de bronce en la plaza principal.
(Υπάρχει ένα άγαλμα από μπρούντζο στην κεντρική πλατεία.)
Η λέξη "bronce" χρησιμοποιείται λιγότερο συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν μερικές σχετικές φράσεις στην ισπανική γλώσσα:
Ejemplo: "A pesar de todos los problemas, él es de bronce."
(Παρά τα όλα τα προβλήματα, αυτός είναι μπρούντζος.)
Hacer algo de bronce
(Να κάνεις κάτι από μπρούντζο) - Σημαίνει να κάνεις κάτι αξιόλογο που διαρκεί στο χρόνο.
Ejemplo: "Este proyecto será recordado como algo de bronce."
(Αυτό το έργο θα θυμάται σαν κάτι από μπρούντζο.)
Corazón de bronce
(Καρδιά από μπρούντζο) - Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που είναι ψυχρός ή συναισθηματικά απρόσιτος.
Η λέξη "bronce" προέρχεται από τη λατινική λέξη "aes bronceum", που σημαίνει «χάλκινο μέταλλο». Η καταγωγή αυτή αναφέρεται στην αρχαία συνταγή των κραμάτων.
Συνώνυμα: - Aleación (κράμα) - Metal (μέταλλο)
Αντώνυμα: - Hierro (σίδηρος) - Aluminio (αλουμίνιο)