Η λέξη "bronceado" είναι ουσιαστικό και επίσης μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως επίθετο.
/bɾonθeˈaðo/ (στην ισπανική φωνητική μεταγραφή)
Η λέξη "bronceado" αναφέρεται στο φαινόμενο του μαυρίσματος του δέρματος που προκαλείται από την έκθεση στον ήλιο ή σε τεχνητές πηγές UV. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει την κατάσταση του δέρματος ενός ατόμου, συνήθως κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού ή όταν κάποιος έχει παραμείνει σε εξωτερικούς χώρους για μεγάλο χρονικό διάστημα. Η χρήση της είναι κοινή και σε προφορικό και σε γραπτό λόγο, ωστόσο, μπορεί να παρατηρηθεί ότι σε ορισμένα πλαίσια η χρήση της είναι πιο συχνή στην προφορική επικοινωνία.
"Μετά από μια εβδομάδα στην παραλία, νιώθω πολύ μαυρισμένος."
"El bronceado de su piel le da un aspecto saludable."
"Η μαυρίλα του δέρματός της της δίνει μια υγιή όψη."
"Usé protectores solares para evitar un bronceado excesivo."
Η λέξη "bronceado" μπορεί να εμφανίζεται σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με την έκθεση στον ήλιο και τη φροντίδα του δέρματος.
"Πρέπει να φροντίσω τη μαυρίλα μου ώστε να διαρκέσει περισσότερο."
"El bronceado artificial no es tan saludable como el natural."
"Η τεχνητή μαυρίλα δεν είναι τόσο υγιεινή όσο η φυσική."
"Me encanta cómo se ve su bronceado en verano."
"Μου αρέσει πώς φαίνεται η μαυρίλα της το καλοκαίρι."
"El bronceado es un símbolo de vacaciones en muchos lugares."
Η λέξη "bronceado" προέρχεται από το ρήμα "broncear", που σημαίνει "να μαυρίσω" ή "να αποκτήσω ένα χρυσό-καφέ χρώμα", και είναι σχετική με τη λέξη "bronce", που σημαίνει "χάλκινος".
Συνώνυμα: - tostado (καβουρδισμένος) - moreno (σκουρόχρωμος)
Αντώνυμα: - pálido (χλωμός) - claro (ανοιχτόχρωμος)