Bruma είναι ουσιαστικό (sustantivo).
Φωνητική μεταγραφή: /ˈbɾuma/
Η λέξη bruma αναφέρεται κυρίως στην ομίχλη ή την ατμοσφαιρική θολούρα, ιδίως κατά τις ψυχρότερες περιόδους του χρόνου. Στα γεωγραφικά και ναυτικά πλαίσια, μπορεί να χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη θαλάσσια ομίχλη ή τις καιρικές συνθήκες που περιορίζουν την ορατότητα. Η συχνότητα χρήσης της ποικίλλει, αν και τείνει να χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό πλαίσιο, όπως σε λογοτεχνικά έργα.
Η ομίχλη κάλυπτε τη κοιλάδα νωρίς το πρωί.
En la costa, la bruma dificultaba la navegación de los barcos.
Στην ακτή, η ομίχλη δυσχέραινε την ναυσιπλοΐα των πλοίων.
Al amanecer, la bruma dio un aire misterioso al paisaje.
Μετάφραση: "Μετά την κρίση, πολλές επιχειρήσεις έπρεπε να πλέουν σε ομίχλη για να επιβιώσουν."
Sacar algo de la bruma χρησιμοποιείται μεταφορικά για να σημαίνει να διαλευκάνεις κάτι ασαφές ή συγκεχυμένο.
Μετάφραση: "Η δουλειά του κατάφερε να αποκαλύψει την αλήθεια από την ομίχλη."
Bruma de recuerdos αναφέρεται σε ασαφείς ή θολές αναμνήσεις.
Η λέξη bruma προέρχεται από το λατινικό "bruma", που σημαίνει "χειμώνας" ή "νύχτα" και σχετίζεται με την εποχή του χειμώνα και τις παγωμένες θερμοκρασίες που ευνοούν την ομίχλη.