Η λέξη "brusca" είναι επίθετο.
/fɾuska/
Η λέξη "brusca" στη γλώσσα Ισπανικά αναφέρεται σε κάτι που γίνεται ή λέγεται με απότομο ή σκληρό τρόπο. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει μια ξαφνική αλλαγή, αντίδραση ή συμπεριφορά που δεν έχει προαναγγελθεί. Στον προφορικό λόγο, η χρήση της είναι συχνή, ιδίως όταν περιγράφονται περιστατικά που προκαλούν έκπληξη ή δυσαρέσκεια.
La brusca reacción de Juan sorprendió a todos.
(Η απότομη αντίδραση του Χουάν εξέπληξε όλους.)
Ella hizo una brusca entrada en la sala.
(Εκείνη έκανε μια απότομη είσοδο στην αίθουσα.)
Su brusca forma de hablar puede ser ofensiva.
(Η απότομη μορφή ομιλίας του μπορεί να είναι προσβλητική.)
Στα Ισπανικά, η λέξη "brusca" μπορεί να εμφανίζεται σε ιδιωματικές εκφράσεις που αποτυπώνουν καταστάσεις που αφορούν απότομες ή σκληρές αλλαγές ή συμπεριφορές.
Dar un cambio brusco.
(Να κάνεις μια απότομη αλλαγή.)
Π.χ. El clima dio un cambio brusco en la tarde.
(Ο καιρός έκανε μια απότομη αλλαγή το απόγευμα.)
Tener una charla brusca.
(Να έχεις μια σκληρή συζήτηση.)
Π.χ. Necesitamos tener una charla brusca sobre sus comportamientos.
(Χρειαζόμαστε να έχουμε μια σκληρή συζήτηση για τη συμπεριφορά του.)
Reacción brusca.
(Απότομη αντίδραση.)
Π.χ. Su reacción brusca ante la crítica fue inesperada.
(Η απότομη αντίδρασή του στην κριτική ήταν απροσδόκητη.)
Η λέξη "brusca" προέρχεται από το λατινικό "bruscus," που σημαίνει "άγριος" ή "σκληρός." Η έννοια της απότομης ή σκληρής συμπεριφοράς απορρέει από αυτή την ετυμολογική προέλευση.
Συνώνυμα: - áspero (σκληρός) - abrupto (απότομος) - violento (βίαιος)
Αντώνυμα: - suave (μαλακός) - gentil (ευγενικός) - calmado (ήρεμος)