brusco - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

brusco (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Λέξη

Επίθετο

Φωνητική μεταγραφή: /'bɾus.ko/

Σημασίες: 1. Απότομος σε κίνηση ή χαρακτήρα. 2. Απότομος στη μεταχείριση ή τη συμπεριφορά.

Η λέξη "brusco" χρησιμοποιείται τόσο στη γραπτή όσο και στην προφορική γλώσσα. Ωστόσο, είναι λιγότερο συνηθισμένη από άλλες λέξεις με παρόμοιο νόημα.

Κλίση (Ρήμα: Brutal)

Συνοπτικά χρονικά:

Γερούνδιο: brutalizando

Παραδείγματα Προτάσεων

  1. El trato brusco no es aceptable. (Η απότομη μεταχείριση δεν είναι αποδεκτή.)
  2. Me sorprendió su brusquedad. (Με εξέπληξε η αποτόμιά του.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "brusco" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά. Ακολουθούν μερικά παραδείγματα:

  1. Dar un golpe brusco: Να δώσεις ένα απότομο χτύπημα.
  2. Cambiar de dirección de forma brusca: Να αλλάξεις κατεύθυνση απότομα.
  3. Brusco como una patada en el trasero: Πολύ απότομος ή αγενής.

Ετυμολογία

Η λέξη "brusco" προέρχεται από το ισπανικό ρήμα "bruscar" που σημαίνει τρίβω αφαιρώντας την περιττή ύλη.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: απότομος, αγέρωχος, στρογγυλοκέφαλος.

Αντώνυμα: λείος, απαλός, ήπιος.