Ρήμα (οριστικό και απαρέμφατο), συχνά χρησιμοποιούμενο ως επίθετο.
/ˈbɾuto/
Η λέξη "bruto" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που δεν έχει υποστεί επεξεργασία ή καθαρισμό. Στην οικονομία, αναφέρεται συχνά σε ποσότητες πριν από τη μείωση φόρων ή άλλων εξόδων, όπως για παράδειγμα το ακαθάριστο εισόδημα ή τα ακαθάριστα κέρδη. Η λέξη χρησιμοποιείται επίσης σε γενικές συζητήσεις για να περιγράψει κάτι το οποίο είναι αρχικό ή μη επεξεργασμένο. Στη γλώσσα των Ισπανικών, η συχνότητα χρήσης του "bruto" είναι σχετική, με περισσότερο προφορικό λόγο αλλά και γραπτό στις επιχειρήσεις ή την οικονομία.
Το ακαθάριστο εισόδημα της επιχείρησης έχει αυξηθεί φέτος.
Es importante calcular los costos brutos antes de determinar el precio de venta.
Είναι σημαντικό να υπολογιστούν τα ακαθάριστα κόστη πριν προσδιοριστεί η τιμή πώλησης.
Los salarios brutos incluyen impuestos que se descuentan posteriormente.
Η λέξη "bruto" χρησιμοποιείται επίσης σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις:
Ακαθάριστοι αριθμοί: Αναφέρεται σε αριθμούς ή ποσότητες χωρίς αφαιρέσεις.
Ingreso bruto: El total de ingresos antes de impuestos.
Ακαθάριστο εισόδημα: Το σύνολο των εισοδημάτων πριν από τους φόρους.
Utilidad bruta: Las ganancias antes de deducir los gastos.
Ακαθάριστο κέρδος: Τα κέρδη πριν από την αφαίρεση των εξόδων.
Costo bruto: El precio total sin descuentos o reducciones.
Ακαθάριστο κόστος: Η συνολική τιμή χωρίς εκπτώσεις ή μειώσεις.
Ingresos brutos ajustados: Una medida que tiene en cuenta modificaciones por deducciones.
Η λέξη "bruto" προέρχεται από το λατινικό "brutus", που σημαίνει "βαρύς" ή "άξεστος", και έχει εξελιχθεί στη σύγχρονη Ισπανική γλώσσα με τη σημασία των ακαθάριστων ή μη επεξεργασμένων στοιχείων.
Συνώνυμα:
- Akerio (καθαρισμένος)
- Total (συνολικός)
Αντώνυμα:
- Limpio (καθαρός)
- Neto (καθαρός, αφού έχουν αφαιρεθεί οι φόροι)