Το "bucear" είναι ρήμα.
Η φωνητική μεταγραφή του "bucear" στα διεθνή φωνητικά σύμβολα είναι: /buˈθe.aɾ/ (στην Ισπανία) ή /buˈse.aɾ/ (στη Λατινική Αμερική).
Η λέξη "bucear" αναφέρεται στη δράση της κατάδυσης ή της βουτιάς υποβρυχίως, συνήθως με χρήση σχετικής εξοπλισμού. Χρησιμοποιείται συχνά στον τομέα των θαλάσσιων δραστηριοτήτων και του αθλητισμού. Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή, κυρίως στον προφορικό λόγο, όταν οι άνθρωποι συζητούν για διακοπές, καταδύσεις ή θαλάσσιες δραστηριότητες.
Voy a bucear en la playa este fin de semana.
(Θα πάω να καταδυθώ στην παραλία αυτό το Σαββατοκύριακο.)
Ella aprendió a bucear durante sus vacaciones en el mar.
(Αυτή έμαθε να καταδύεται κατά τις διακοπές της στη θάλασσα.)
Si quieres ver los peces, necesitas bucear un poco.
(Αν θέλεις να δεις τα ψάρια, πρέπει να καταδυθείς λιγάκι.)
Η λέξη "bucear" μπορεί να χρησιμοποιηθεί μερικές φορές σε ιδιωματικές εκφράσεις, αν και πιο σπάνια. Ακολουθούν ορισμένες εκφράσεις που περιλαμβάνουν τη λέξη:
Bucear entre las páginas de un libro.
(Να καταδυθείς ανάμεσα στις σελίδες ενός βιβλίου.)
Αναφέρεται στην εντατική ανάγνωση ενός βιβλίου.
Bucear en los problemas.
(Να καταδυθείς στα προβλήματα.)
Σημαίνει να εξερευνήσεις σε βάθος μια κατάσταση ή ένα πρόβλημα.
Η λέξη "bucear" προέρχεται από το ουσιαστικό "buceo," το οποίο σημαίνει κατάδυση. Η ρίζα της λέξης συνδέεται με τον όρο "buceo," που σχετίζεται με τη βουτιά και τις θαλάσσιες πρακτικές.
Συνώνυμα: - Sumergir (καταδύομαι) - Zambullirse (βουτάω)
Αντώνυμα: - Emerger (εμφανίζομαι) - Salir (βγαίνω)